Δευτέρα πρωί. Κάπου ανάμεσα στην προσαρμογή από το Σαββατοκύριακο και τα μηνύματα που στοκάρουν στο inbox περιμένοντας διεκπεραίωση, χτυπάει το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής η μαμά που για πολλοστή φορά νιώθει πως πλησιάζει το τέλος και πρέπει να τρέξω κοντά της. “Παιδί μου συγγνώμη…” και κλείνει το ακουστικό. Δεν είναι η πρώτη φορά και πιθανολογώ ούτε η τελευταία. Πέρα από την πρώτη φορά που οι επιδόσεις μου στην οδήγηση ξεπέρασαν το Σουμάχερ, για να βρεθώ κοντά της, κάθε επόμενη έχει μια ψυχραιμία που εντυπωσιάζει ακόμα κι εμένα. Ίσως γιατί είμαι μόνη και πρέπει εγώ να είμαι η δυνατή.
Η σειρά γνωστή: άδεια από τη δουλειά, κλειδιά, τσάντα, στο αυτοκίνητο και σε ένα τέταρτο στο σπίτι της. Ώρες ώρες απορώ κι εγώ με τη στάση μου ή μήπως τελικά συνήθισα την άσκηση ετοιμότητας; τη βρίσκω ευσυγκίνητη, να προσπαθεί να δικαιολογήσει πως αυτή τη φορά τα συμπτώματα είναι σοβαρά. Έχει ήδη προλάβει να μαζέψει τα πράγματά της στο μεταξύ – και το καλό νυχτικό, αυτό που κρατάει αφόρετο για τέτοιες ώρες. Το ασθενοφόρο έρχεται κι οι τραυματιοφορείς είναι γλυκύτατοι μαζί της.
Σε λίγο φτάνουμε στο νοσοκομείο. Ο γιατρός θα πάρει το ιστορικό, θα δει τις προηγούμενες εξετάσεις. Ευτυχώς που ο καλά οργανωμένος φάκελος που πάντα κουβαλάω τον γλιτώνει σε χρόνο και με ενημερώνει μετά τα πρώτα αποτελέσματα ότι πρέπει να νοσηλευτεί. Σχεδόν νιώθω ανακούφιση, γιατί μέσα στο νοσοκομείο θα την προσέχουν. Αν συμβεί κάτι δε θα είναι μόνη. Θα της κάνουν σειρά εξετάσεων για να καταλήξουμε και πάλι στο συμπέρασμα πως παρά τα πολλαπλά προβλήματα υγείας, η καρδιά της καλά κρατεί.
Αυτό που δεν είναι καλά είναι η ψυχολογία της. Κάθε μέρα που περνά αφήνεται όλο και πιο πολύ, επιτρέπει στον εαυτό της να βυθίζεται στη θλίψη και την απραξία. Έχει μια ακατάπαυστη πολυλογία για πράγματα άσχετα. Σε λίγο την κοιτάω να κοιμάται. Που πήγε εκείνη η γυναίκα που έκανε δέκα πράγματα ταυτόχρονα, που επέβαλε την παρουσία της στο χώρο, που γέμιζε το σπίτι με τις μυρωδιές των φαγητών της. Αχ αυτό το κοκκινιστό με τα μακαρόνια της – η γεύση τους ακόμα υπάρχει στον ουρανίσκο μου! Πόσα χρόνια όμως έχει να τα μαγειρέψει πια…
Λυπάμαι που τη βλέπω να παραιτείται. Θυμώνω που εγκατέλειψε τη ζωή της και τα ενδιαφέροντά της. Θυμώνω γιατί είναι άδικο για την ίδια μα και για μένα. Κουράστηκα να την ακούω να λέει πως δεν είναι καλά. Κουράστηκα να διαφωνούμε γιατί εξακολουθώ να πιστεύω πως ακόμα μπορεί να είναι ενεργή, ενώ η ίδια έχει αποφασίσει να παραιτηθεί. Κουράστηκα να τρέχω μόνη μου για όλα. Για τις εξετάσεις, τους γιατρούς, τα νοσοκομεία. Ακούγεται εγωιστικό; Μπορεί; Μα είναι η αλήθεια μου… Δύσκολο να είσαι μοναχοπαίδι...Δύσκολο να σηκώνεις το βάρος της φροντίδας μόνος…Να προσπαθείς να βρεις χρόνο και δύναμη για όλα όσα χρειάζονται…Στενάχωρες σκέψεις και με ρίχνουν…Χτυπάει το τηλέφωνο κι είναι η κολλητή μου. Θα βρει πάλι εκείνες τις λέξεις, εκείνα τα αστεία για να με κάνει να γελάσω, να ξεχαστώ για λίγο.
Οι επόμενες μέρες θα κυλήσουν με εξετάσεις, τρέξιμο ανάμεσα στο γραφείο, το νοσοκομείο και το σπίτι, να προλάβω να μιλήσω με το γιατρό, να μαγειρέψω για την Όλγα, να την δω λιγάκι γιατί μου έχει λείψει, να χαμογελάσω στη μαμά, κρύβοντας την κούραση…
Μόλις ανακτήσει λίγο τις δυνάμεις της θα την πάρει το παράπονο… που θέλει φροντίδα- περισσότερη από όση έχει – γιατί αλλιώς δε θα γίνει καλά. Το παράπονο θα δώσει τη θέση του στη σύγκριση με τη γιαγιά του διπλανού κρεβατιού που όλα της τα παιδιά είναι συνέχεια εκεί και την προσέχουν για να καταλήξει σε συναισθηματικό εκβιασμό, “κι αν πάθω κάτι και δεν προλάβεις;”.
Αχ βρε μαμά, πόσο με στεναχωρεί να σε βλέπω έτσι. Πως να σου πω ότι αυτή την ευθύνη δεν αντέχω να την σηκώνω ολάκερη στους ώμους μου;
Το μόνο που μπορώ να σου υποσχεθώ είναι πως θα είμαι δίπλα σου με τον τρόπο που μπορώ κι αν αυτό σου φαντάζει λίγο ή μικρό, είναι αυτό που μπορώ να σου δώσω…
Γράφει η Χαρά Μαρκατζίνου