Κάποτε, προ κρίσης, για πολλούς ήταν αδιανόητο τον Αύγουστο να μην φύγουμε όλοι για κάποιον προορισμό. Θάλασσα ή βουνό δεν είχε σημασία. Το πλάνο έλεγε απλά διακοπές. Ταξίδι. Παραλίες με καθαρή, ζέστη, χρυσαφένια άμμο. Θάλασσα γαλάζια και γραφικά μικρά ασπρόσπιτα. Κάποτε θεωρούσες κατάρα να μείνεις στην Αττική και να πας στην κοντινότερη παραλία. Κάποιοι έλεγαν με στόμφο: “Εγώ δεν κάνω μπάνιο στην Αττική“. Εξοχικά κλειστά που ρήμαζαν από την υγρασία και την αλμύρα. Κήποι που στοίχειωναν από την βλάστηση. Οι κισσοί κι οι μπουκαμβίλιες, απεριποίητα αναρριχώμενα φυτά, έπνιγαν τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Καγκελόπορτες σκουριασμένες και σπίτια σκοτεινά. Ακόμα και τα κλειδιά αυτών των εξοχικών είχαν χαθεί. Κάποιοι δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους στο εξοχικό που κληρονόμησαν, δεν ήξεραν καν που είναι.
“Σιγά μην πάμε στο Γραμματικό. Άστο να ρημάξει“, έλεγαν και το εννοούσαν. Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Κι η κρίση. Αναθεώρηση απόψεων και πιστεύω. Επαναπροσδιορισμός κι επανεκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, των εγκαταλελειμμένων εξοχικών. Ο προϋπολογισμός των οικογενειών δεν είναι πια αρκετός για βόλτες στο Αιγαίο. Τα παιδιά κινδυνεύουν να μη βρέξουν ούτε τον αστράγαλό τους στη θάλασσα. Τα σπίτια αρχίζουν να συμμαζεύονται όπως-όπως. Το budget μικρό ή ελάχιστο. Πολλή προσωπική εργασία από τη μητέρα, τον πατέρα, τους φίλους, για να γίνει το παρατημένο σπίτι δίπλα στην θάλασσα, πάλι κατοικήσιμο. Τα παιδιά πρέπει να πάνε διακοπές.
Φώτισαν γειτονιές σκοτεινές. Γέμισαν τα μπαλκόνια κόσμο. Τι κι αν δεν πάμε στην Πάρο, στην Αμοργό, στην Σκιάθο! Τα παιδιά λίγο νοιάζονται. Μάλλον εμείς οι μεγάλοι έχουμε το πρόβλημα.
– Που θα πάτε φέτος διακοπές;
– Θα περάσουμε το καλοκαίρι μας στο εξοχικό στη Ραφήνα.
– Καλά, δεν θα πάτε πουθενά άλλου; ερχόταν η δεύτερη ερώτηση σε συνέχεια της πρώτης με τόνο απορίας κι εκπλήξεως μαζί. Αυτό το γνωστό “δήθεν”.
Ευτυχώς αυτά πέρασαν.
Διαβάστε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα