Φίλη μου,
Πέρασα να σου πω ένα γεια. Είχα μέρες να σε δω, τον τελευταίο καιρό έβλεπα μόνο τον πατέρα σου στο μαγαζί. Ήρθα επί τούτου, για να σου μιλήσω, μου είχε λείψει το χαμόγελό σου, η καλοσυνάτη σου ματιά.
– Καλά, δεν άκουσες τίποτα; με ρώτησε αδυνατισμένος και τόσο φανερά πικραμένος…
Πώς δεν το είχα προσέξει την προηγούμενη φορά; κι έμαθα τα νέα…
Έχασες το αγοράκι σου μέσα σε ένα βράδυ.
Μετά κατέρρευσα… Μαύρισαν όλα, πάγωσαν, πώς αλλιώς να στο πω… Φίλη μου σε πονώ, περπατώ σε ηλιόλουστες ημέρες που έχουν χάσει πια το χρώμα τους κι έγιναν βροχερές και θυμωμένες.
Θα ήταν ντροπή να πω ότι σε νιώθω, όμως, ξύπνησες μέσα μου το φόβο χιλιάδων γυναικών, τον φόβο χιλιάδων μαμάδων. Δεν υπάρχει αυτός ο πόνος που ζεις, αυτός ο εφιάλτης που βιώνεις το πρωί όταν ξυπνάς και ξέρεις, αλλά δεν θέλεις να το πιστέψεις, πως το αγγελούδι σου δεν είναι πια εκεί για να το μυρίσεις, να το αγκαλιάσεις, να το χαϊδέψεις με στοργή.
Φίλη μου, μακάρι να μπορούσα μ’ένα μαγικό ραβδάκι, σαν αυτά που είχαμε μικρές και νομίζαμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο και θα πολεμήσουμε το κακό, να γυρίσω το χρόνο πίσω, γιατί δεν αξίζει να ζει καμία μάνα κάτι τέτοιο.
Ξέρω δυστυχώς πως θα τρως τις σάρκες σου για το τι έκανες λάθος. Πως δεν έπρεπε να κάνεις αυτό και ίσως αν έκανες εκείνο και το άλλο. Γιατί δεν κατάφερες να προστατέψεις το παιδί σου, ακόμα και αν δεν περνούσε από το χέρι σου. Και ίσως αν υπήρχε ασθενοφόρο και αν υπήρχε παιδοχειρουργός σε έναν ολόκληρο νομό στην Ελλάδα της κρίσης… Που πεθαίνουν μικρά παιδιά έτσι εύκολα στην αγκαλιά των μαμάδων τους.
Κι αυτό θα το περάσεις, αλλά πίστεψέ με, τα χιλιάδες βασανιστικά ερωτήματά σου δεν θα πάρουν απάντηση.
Ξέρω τι ΔΕΝ θα σε παρηγορούσε, φίλη μου.
Σίγουρα το ότι είσαι νέα και θα κάνεις κι άλλα παιδιά. Λες και τα παιδιά είναι αντικείμενα κι εσύ δεν έχεις, έτσι κι αλλιώς, ακουμπήσει πάνω τους όλη σου την μαμαδίστικη αγάπη, όλα σου τα όνειρα… Τίποτα και κανένας δεν θα αντικαταστήσει το μικρό σου γλυκό αγόρι.
Φίλη μου, σου εύχομαι με όλη μου την καρδιά καλό κουράγιο και να μπορέσεις να σταθείς στα πόδια σου ξανά. Να βρεις παρηγοριά στη σκέψη, πως το παιδί σου είναι για πάντα κομμάτι του εαυτού σου και θα ζει μέσα σου να ζεσταίνει την ραγισμένη σου καρδιά.
Κι αν δεν μπορέσεις να συνέλθεις σύντομα, πάλι δε πειράζει. Ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, μετά από τέτοια απώλεια και τόσο πόνο;
Πάρε το χρόνο σου, κλάψε, τσίριξε μέχρι να μην έχεις πια φωνή, γίνε κακιά με όλους, πένθισε, κάνε τα όλα! Θα’ναι ένα Καλοκαίρι κι ένας Χειμώνας κόλαση για σένα και ξανά ίσως να’ρθουν κι αλλά Καλοκαίρια και Χειμώνες που θα τα ζεις όλα μουδιασμένα και που όλα θα στον θυμίζουν και πενθώ μαζί σου γι’αυτό.
Να ξέρεις, φίλη μου, σήκωσες πάνω σου τον πιο μεγάλο μου φόβο, τη χειρότερη μοναξιά, την βαθύτερη ενοχή και τη χειρότερη στιγμή. Κι έχεις πολύ δρόμο ακόμα.
Σ’ αγαπώ.
Γράφει η Μαρία Μπολανάκη