– Έλα! Έλα να δεις… ακούστηκε το αγόρι πίσω από τις καλαμιές.
Η γυναίκα περπάτησε προς τη φωνή του παραμερίζοντας με το χέρι τα σχίνα που σχημάτιζαν ένα ακανθωτό πλέγμα στο μονοπάτι.
– Τι αργείς; ξανακούστηκε ανυπόμονη η φωνή.
– Έρχομαι, έρχομαι… είπε εκείνη απολογητικά και τάχυνε, κάπως, το βήμα της.
Το αγόρι ήταν σκυμμένο πάνω από τα νερά, αρπαγμένο από κάτι βούρλα, με το κορμί του τεντωμένο τοξωτά πάνω από την όχθη. Η γυναίκα είδε την πλάτη του αγοριού να γυαλίζει γυμνή κάτω από τον ήλιο και για λίγο αφέθηκε σε έναν μητρικό θαυμασμό: Η ραχοκοκαλιά του μικρού άνοιγε προς τα πάνω σε δύο δυνατές ωμοπλάτες, που της έδωσαν, έτσι τυφλωμένη που ήταν από τον ήλιο του απομεσήμερου, την εντύπωση δυο κοκάλινων φτερών.
– Να ‘μαι!, είπε, λες και θα ‘παιρνε ένα βραβείο για την παρουσία της.
– Θαλάσσιος κρίνος! Τόσο σπάνιος, μαμά… Το αγόρι με ένα πηδηματάκι έφτασε δίπλα της και έψαξε με το βλέμμα την όχθη αναζητώντας ένα κλαδί. Την άρπαξε από το χέρι και την έσυρε στα σύριζα του νερού.
– Ανθίζει μόνο τον Αύγουστο, μύρισε να δεις πόσο ευωδιάζει… είπε το αγόρι κουνώντας απαλά με το κλαδί το φυτό, που αναπαυόταν αυτοκρατορικά σε εκείνο το σημείο του ποταμού, όπου τα νερά έμεναν στάσιμα.
– Ξέρεις τόσα πολλά! είπε με φωνή επιβράβευσης, ενώ μέσα της ένιωσε ένα τσίμπημα ενοχής.
– Θα φέρω αύριο την Cannon να το φωτογραφίσω. Δεν το έχω ξαναδεί στα μέρη μας, επέμεινε ο μικρός.
Η έξαψη έκανε τους λοβούς των αυτιών του να κοκκινίζουν. Τα μαλλιά του ήταν πυκνά και μπερδεμένα, σαν να μην είχαν ποτέ χτενιστεί. Εκείνη άπλωσε το χέρι και πέρασε τα δάκτυλά της μέσα από τις τούφες του σε μια κίνηση – καθυστερημένης – στοργής. Μέσα της ένιωθε σαν να χρωστούσε στο παιδί κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να ξεχρεώσει. Το παιδί δεν αντέδρασε, απορροφημένο ακόμη από την ανακάλυψή του.
Σήκωσε το χέρι της και σκούπισε το μέτωπό της με την ανάστροφη της παλάμης. Ήθελε να φύγουν αλλά δεν τολμούσε να το προτείνει. Δε φορούσε καπέλο και ο ήλιος που έπεφτε κατακόρυφα της έφερνε ζαλάδα. Νοστάλγησε τη δροσιά του δωματίου της. Το παιδί την κοίταξε καχύποπτα.
– Βαριέσαι; ρώτησε.
– Καθόλου, είπε εκείνη. Είμαι όλη αυτιά!
Ο γιος της ανακάτεψε με το χέρι το νερό και σήκωσε στον αέρα μια γλιτσιασμένη πρασινάδα.
– Λέμνα! είπε με ενθουσιασμό. Πλέουν στην επιφάνεια χωρίς να ‘ ναι ριζωμένα πουθενά…
Εκείνη ένιωσε και πάλι δυσάρεστα, λες και όλη αυτή η γνώση του παιδιού να αποδείκνυε τη μητρική της αμέλεια. Πότε είχε μάθει τόσα καινούργια πράγματα; Τις ώρες, ίσως, που εκείνη ήταν απασχολημένη με τον εαυτό της. Αισθάνθηκε τις μασχάλες της να αναβλύζουν ένα νέο κύμα ενοχής.
– Δε φεύγουμε; είπε τελικά. Δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη για εξερευνήσεις.
Το αγόρι υπάκουσε.
Περπάτησαν μέχρι το ύψος μιας μικρής τσιμεντένιας γέφυρας και μετά σκαρφάλωσαν το ανάχωμα – αυτή, με δυσκολία – για να βγουν στον χωματένιο δρόμο.
Το αγόρι την αγκάλιασε από πίσω παιγνιδιάρικα.
– Το ξέρεις πως σ’ αγαπώ… της είπε, ξαφνικά, πιέζοντάς την ταυτόχρονα ανάμεσα στα χέρια του.
Είχαν φτάσει στο σπίτι. Η σιδερένια πόρτα του κήπου, που ήταν στεφανωμένη με μια μπουκαμβίλια στο χρώμα του ροδιού, γκρίνιαξε σκουριασμένη καθώς μπαίνανε.
Το αγόρι χώθηκε στην κουζίνα που ήταν στο ισόγειο και βγήκε λίγα λεπτά αργότερα μπουκωμένο. Η Ρένα άρχισε να σερβίρει λεμονάδα στα μακριά ποτήρια από μια κανάτα που υπήρχε στο τραπέζι.
– Πιείτε, πιείτε… τους προέτρεψε. Είναι φρεσκοστυμμένη…
– Στα πέντε λεπτά καταστρέφεται η βιταμίνη C, πετάχτηκε ο μικρός και η Ρένα φούντωσε:
– Έλα βρε συ, όλα τα ξέρεις πια!
Ο Άρης έτρωγε με βουλιμία ενώ πάλευε ταυτόχρονα να ρυθμίσει σωστά την παλιά Canon, πάνω στο τραπέζι, διαβάζοντας μουρμουριστά τις οδηγίες. Η Νίνα τον κοίταξε με στοργή.
Αυτό το παιδί από τα γεννοφάσκια του έδειχνε απίστευτο ζήλο για οποιαδήποτε γνώση…
Θυμήθηκε πως ο Άρης μιλούσε σαν μεγάλος από πολύ μικρός. Θυμάται πως είχε ταραχθεί με την ωριμότητα των λέξεων που δεν είχε τίποτα από την ομιλία ενός παιδιού Δευτέρας Δημοτικού. Τον είχε τότε κοιτάξει καλά–καλά λες και είχε νιώσει έναν τρεμουλιαστό φόβο, λες και της είχε ξαφνικά μιλήσει μια κούκλα.
Από τότε ήταν σχεδόν αδύνατον να κορεστεί η όρεξή του για μάθηση. Η Νίνα είχε αρχίσει από νωρίς να του διαβάζει βιβλία για μεγαλύτερα παιδιά.
Ο Νίκος είχε ξετρελαθεί με την εικόνα του γιου του και τον είχε απαθανατίσει με τη φωτογραφική μηχανή. Η φωτογραφία υπήρχε ακόμη σε εκείνο το άλμπουμ που ο Νίκος γέμιζε με ευλάβεια. Από κάτω ο Νίκος είχε γράψει: «Ο Άρης γράφει το πρώτο του ποίημα», Ο Άρης φτιάχνει την πρώτη του κατασκευή – προσομοίωση του διαστήματος».
Πίσω στον χρόνο
Τότε ακόμη, μένανε στην πρωτεύουσα. Ο Νίκος έπαιρνε την ειδικότητά του και έλειπε διαρκώς. Η Νίνα περνούσε ατέλειωτες ώρες με το παιδί, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του, απαντώντας διαρκώς σε ερωτήσεις (Πως; Τι; Γιατί;). Η ίδια δε δούλευε και είχε επωμιστεί εξ ολοκλήρου το βάρος της ανατροφής του μικρού. Η Νίνα ντρεπόταν να ομολογήσει πως με το που ξυπνούσε ο Άρης, άρχιζε για την ίδια μια μαρτυρική μέρα. Ο Άρης αρνιόταν να αποδεχτεί την πειθαρχία, αρνιόταν να συμβιβαστεί με τη ρουτίνα που προσπαθούσε να του επιβάλλει. Ήταν απαιτητικός και κακομαθημένος. Απαιτούσε να του αφιερώνει κάθε λεπτό της ημέρας της. Με το που ξυπνούσε, άρχιζε ο Γολγοθάς.
Εκείνη την εποχή, ο Άρης είχε επικεντρώσει τα ενδιαφέροντά του στους άλλους πλανήτες. Αυτό είχε γίνει μάλλον τυχαία, καθώς στο σπίτι είχε βρεθεί ένα βίντεο του BBC για τη ζωή στο διάστημα, που βρισκόταν στο πακέτο προσφοράς μιας εφημερίδας. Έτσι άρχισε μια περίοδος ενασχόλησης με το διάστημα. Ο Άρης έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη. Με το που ξυπνούσε και πριν καν πιει το γάλα του, έβαζε στο βίντεο ντοκιμαντέρ που αναφέρονταν σε πλανήτες, μετεωρίτες… Η Νίνα προσπαθούσε να ανιχνεύσει κατά πόσο όλες αυτές οι πληροφορίες γινόταν κατανοητές από το παιδί. Με έκπληξη διαπίστωσε πως ο Άρης αντιλαμβανόταν έννοιες δυσνόητες. Και ενώ αυτή του η επιστημονική του δίψα αρχικά της είχε φανεί διασκεδαστική, σιγά–σιγά άρχισε να την προβληματίζει καθώς σταδιακά άρχισε να λαμβάνει διαστάσεις μανίας.
Ο Άρης έβλεπε με τις ώρες τα βίντεο, ξανά και ξανά, σε σημείο που έμαθε απέξω ακόμη και τα σχόλια των αφηγητών. Την ώρα που παρακολουθούσε τις ταινίες, απαιτούσε την παρουσία της δίπλα του προκειμένου να μοιραστούν την έξαψη της γνώσης του. Αν η Νίνα αρνιόταν να του κάνει το χατίρι, αυτό πυροδοτούσε απίστευτες εκρήξεις θυμού.
Προκειμένου να εξασφαλίσει τη γαλήνη της η Νίνα άρχισε να υποτάσσεται σε κάθε είδους καπρίτσιο.
Μετά από την πολύωρη παρακολούθηση των βίντεο, την έσερνε στα γειτονικά βιβλιοπωλεία. Οι βιβλιοπώλες κάνανε χάζι με τον μικρό που περπατούσε στους διαδρόμους των βιβλιοπωλείων, χώνοντας που και που τη μύτη του σε σελίδες με μια σοβαρότητα τόσο ασύμβατη με την ηλικία του που προκαλούσε το γέλιο σε όλους.
Η Νίνα δε γελούσε. Η Νίνα ανησυχούσε. Είχε από χρόνια αντιληφθεί πως το παιδί της ήταν διαφορετικό, ωστόσο ένα αίσθημα προσωπικής συστολής την εμπόδιζε να παραδεχτεί την ιδιαιτερότητα του Άρη. Έλεγε στον εαυτό της πως κάθε μάνα νομίζει πως το παιδί της είναι πανέξυπνο, όπως κάθε μάνα νομίζει πως το παιδί της είναι πανέμορφο. Όταν ο Νίκος επίμονα της ζητούσε να επισκεφτούν κάποιον ειδικό, εκείνη αντιδρούσε:
– Να του πούμε τι; Πως το παιδί μας είναι ένα παιδί–θαύμα; Θα μας περάσουν για ψώνια. Στο κάτω–κάτω, ο Άρης δε διαβάζει και ανώτερα μαθηματικά. Απλώς έχει περισσότερα ενδιαφέροντα από το μέσο όρο.
Η Νίνα τότε είχε θορυβηθεί. Έφταιγε η ίδια. Η ίδια έφταιγε που το παιδί δεν είχε μάθει από νωρίς να τρέχει ανέμελο, να κάνει κούνια, να παίζει με συνομήλικα παιδάκια. Η ίδια του είχε στερήσει την κοινωνικότητα και τη χαρά. Η ίδια δεν είχε βρει την ισορροπία ανάμεσα στη γνώση και το παιγνίδι, η ίδια του είχε χώσει τα βιβλία στα χέρια γιατί η ίδια βαριόταν τις κοινωνικές συναναστροφές, βαριόταν τη πολυκοσμία, κουραζόταν από την προσπάθεια που οι ανθρώπινες σχέσεις απαιτούν για να ανθίσουν.
Από την άλλη ο Άρης δεν έδειχνε κανένα ζήλο στο σχολείο. Σύμφωνα με τον δάσκαλό του ο μικρός απέφευγε να κάνει φιλίες, απέφευγε να συμμετάσχει στο μάθημα, απέφευγε να παίξει στο διάλειμμα. Κατανάλωνε τις τέσσερις ώρες του μαθήματος στο να σχεδιάζει πλανήτες.
Ο δάσκαλος αλλά και ο διευθυντής του σχολείου τους είχαν καλέσει και τους είχαν πει πως έπρεπε να εξετασθεί η περίπτωσή του παιδιού. Τους συνέστησε να καταφύγουν σε αναπτυξιολόγο και σε παιδοψυχίατρο.
– Μα θα πάμε το παιδί σε παιδοψυχίατρο επειδή απλώς είναι πιο έξυπνο από τον μέσο όρο; είχε αντιδράσει ο Νίκος.
– Κύριε μου, είστε γιατρός! Δεν μπορεί να μην αναγνωρίζετε και εσείς πως το παιδί παρουσιάζει μια … απόκλιση στη συμπεριφορά από τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν είμαι εξοικειωμένη με τέτοιου είδους παιδιά, θα πρέπει να συμβουλευτείτε κάποιον ειδικό. Δεν ξέρω, ίσως πρέπει να γίνουν κάποια τεστ. Μπορώ να σας υποδείξω διάφορα κέντρα που θα ήταν κατάλληλα για μια τέτοια διερεύνηση.
Είχαν πάρει τον Άρη μουδιασμένοι από το σχολείο του και είχαν – για ακόμη μία φορά – ενδώσει στην επιθυμία του να πάνε στο Πλανητάριο για να δουν (για δέκατη φορά) εκείνο το τρισδιάστατο φιλμ για τον ήλιο και την γέννηση του ηλιακού συστήματος. Φορώντας τα τρισδιάστατα γυαλιά της προβολής, η Νίνα είχε νιώσει ζαλισμένη, πιεσμένη από τα γεγονότα, ένοχη για την απομόνωση που είχε επιβάλλει στον Άρη, θυμωμένη με τον Νίκο, θυμωμένη με την Αθήνα, εξοργισμένη με την ανίκανη νηπιαγωγό.
Ένιωθε μπερδεμένη και αδύναμη να χειριστεί το ίδιο το παιδί της! Ήθελε να έχει για παιδί ένα συνηθισμένο, ένα παιδάκι που θα της ζητούσε να πάνε να δουν ταινίες με κινούμενα σχέδια, ένα παιδάκι που θα χαμογελούσε χαζά και ανέμελα, ένα παιδί που θα την έσερνε στις παιδικές χαρές και που θα γκρίνιαζε για να του αγοράσει αυτοκινητάκια και πλαστικές μπουλντόζες. Δεν άντεχε άλλο! Δεν άντεχε να περνάει τις μέρες της ακούγοντας τη μονότονη φωνή των εκφωνητών των επιστημονικών βίντεο, δεν άντεχε τις επιθέσεις του Άρη όταν εκείνη αδυνατούσε να του απαντήσει σε πολλά ερωτήματα. Δεν άντεχε τις μικρομεγαλίστικες συζητήσεις του Άρη, το πομπώδες του ύφος που την έφερνε σε αμηχανία, δεν άντεχε τον Νίκο που καμάρωνε, που βιντεοσκοπούσε τον Άρη σε κάθε δραστηριότητα, σαν να εκπαίδευε άλογο κούρσας, δεν άντεχε που δεν είχε μια φίλη να μοιραστεί την ανησυχία της.
Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας και ενώ είχαν εξαντληθεί από την προσπάθεια να πείσουν τον Άρη να πάει για ύπνο, ο Νίκος την πλησίασε αποφασισμένος να κάνουν μια «ώριμη συζήτηση».
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο, στο μικρό τραπεζάκι της κουζίνας.
Διάβασε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα