Τα σημερινά παιδιά κατηγορούνται ότι ζουν στην δική τους σφαίρα, ότι έχουν δυσανεξία στην πραγματικότητα. Εν πολλοίς, έτσι είναι.
Ως γονείς έχουμε πάντα τον φόβο να μην τα πληγώσουμε, να τα προστατεύσουμε από την κακία του κόσμου και τις δυσκολίες της ζωής. “Έχει καιρό να ζήσει δυσκολίες” λέμε, “ας το αφήσουμε να χαρεί όσο είναι μικρό”. Και ίσως είναι θεμιτό αυτό μέχρι μια ηλικία. Μέχρι αυτή την τρυφερή ηλικία που τα παιδιά διαμορφώνουν ακόμα την προσωπικότητά τους και το μόνο που θέλουν – και πρέπει – να ακούν είναι για τα ζώα, την ομορφιά της φύσης και για παραμύθια με καλό τέλος.
Ωστόσο το παιδί μεγαλώνει, αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του και οφείλουμε να το εισάγουμε στην πραγματικότητα της οικογένειάς μας, να συμμετέχει με τον δικό του τρόπο και να μυείται σιγά σιγά στις καταστάσεις για να καταλάβει ότι η ζωή είναι μεν ωραία, αλλά έχει και τις δυσκολίες της.
Πριν 2 χρόνια στη δουλειά μου άρχισαν να μην μας πληρώνουν και παράλληλα η μητέρα μου έπαθε άνοια. Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδος στην οποία όφειλα να είμαι συνεπής και ως προς την φροντίδα της 11χρονης κόρης μου. Για αρκετούς μήνες προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα με όλες τις καταστάσεις και να κρατήσω την κόρη μου έξω από αυτό. “Τί μου έφταιγε το παιδί”, σκεφτόμουν, “αν έχουμε εμείς προβλήματα;”.
Επειδή βέβαια τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα, η μικρή είχε καταλάβει ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά επειδή δεν της το είχα φέρει στην επιφάνεια, της είχα δημιουργήσει νευρικότητα και φερόταν παράξενα. Ήταν διαρκώς θυμωμένη, δεν είχε διάθεση να δει τους φίλους της και μιλούσε απότομα. Ουσιαστικά το παιδί μου κραύγαζε “ξέρω πως κάτι τρέχει” αλλά “γιατί δεν μου λέτε”. Τουλάχιστον εγώ αυτό κατάλαβα και η συνέχεια μου απέδειξε πως είχα δίκιο.
Αποφασίσαμε με τον πατέρα της να της μιλήσουμε ανοιχτά για το θέμα της δουλειάς μου και για το πρόβλημα της γιαγιά της που υπεραγαπούσε. Της εξήγησα ότι θα έπρεπε να περιορίσουμε τα έξοδά μας, καθώς ο ένας μισθός δεν έφτανε κι εγώ δεν ήξερα πότε θα ξαναπληρωθώ. Πράγμα που σήμαινε ότι θα μειώναμε την αγορά ρούχων, μερικές εξόδους (όπως σινεμά) κ.λ.π Της είπαμε ακόμα ότι θα μας βοηθούσε πολύ αν τα Σ.Κ που δεν είχε σχολείο 1-2 ώρες έκανε παρέα στη γιαγιά (που έμενε στον πάνω όροφο από μας) και που ένιωθε μοναξιά, αλλά έπαιρνε και μεγάλη χαρά όποτε την έβλεπε.
Η μικρή αντί να στενοχωρηθεί περισσότερο – καθώς την πρώτη στενοχώρια την είχε ήδη εισπράξει από εμάς και την είχε ρουφήξει σαν σφουγγάρι – ανακουφίστηκε. Ανακουφίστηκε όχι γιατί είχαμε προβλήματα, αλλά γιατί την βάλαμε μέσα στο πρόβλημα, τη θεωρήσαμε ισότιμο μέλος και το κυριότερο της ζητήσαμε να συνδράμει.
Βλέποντας ότι το παιδί μας ανταποκρίθηκε θερμά σε όλη αυτή τη διαδικασία καταλάβαμε ότι είναι καλό τελικά να μοιραζόμαστε τα προβλήματά μας. Δεν χρειάζεται να τους περιγράφουμε τις καταστάσεις μελοδραματικά, δεν χρειάζεται να τραγικοποιούμε τα πράγματα. Με ψυχραιμία μπορούμε να εξηγήσουμε σε ένα παιδί τέτοιας ηλικίας τι ακριβώς συμβαίνει.
Μόνο σε καλό μπορεί να βγει από αυτό. Γιατί το παιδί δεν ζει σε μια φούσκα, εκτός του κόσμου τούτου, νιώθει χρήσιμο, εκτιμά πιο πολύ τον γονιό που παλεύει να τα βγάλει πέρα ήρεμα και σταθερά, και παίρνει σημαντικά μαθήματα για το μέλλον του. Η ζωή είναι δύσκολη, αυτή είναι η αλήθεια και συμφωνώ με όσους λένε ότι η ευτυχία είναι στιγμές. Και στο σπίτι μας προσπαθούμε να πολλαπλασιάζουμε αυτές τις στιγμές χωρίς όμως να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχουν ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Όλοι. Σαν οικογένεια. Ο καθένας στο μερίδιο που του αντιστοιχεί, ανάλογα με το ρόλο του και την ηλικία του.