Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δουλεύω. Από τα 20 μου, παράλληλα με τις σπουδές μου, δούλευα ως γκαρσόνα σε διακοπές, πωλήτρια σε κατάστημα τουριστικών, κάνοντας ιδιαίτερα γαλλικών σε μικρά παιδάκια. Ήθελα πάντα να είμαι “ανεξάρτητη” οικονομικά, κάτι που μου είχε εμφυσήσει και η μητέρα μου. Από την άλλη δεν ήθελα να ζητάω διαρκώς χρήματα από τους γονείς μου. Όχι γιατί δεν είχαν να μου δώσουν, απλά με γοήτευε η ιδέα ότι μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και να εξασφαλίσω στον εαυτό μου τα ρούχα μου, τα μεταφορικά μου, τις εξόδους μου και αργότερα το ενοίκιο ενός πολύ μικρού σπιτιού που μοιραζόμουν με μια συμφοιτήτριά μου.
Αργότερα πήρα το πτυχίο μου και δούλευα σε διαφημιστικές εταιρίες. Τότε που “λεφτά υπήρχαν”. Ο μισθός μου ήταν εξαιρετικός, η ανέλιξή μου γρήγορη και φυσικά οι ώρες δουλειάς ατελείωτες. Όμως ποιος νοιαζόταν; Παιδιά και άλλες υποχρεώσεις δεν είχα. Η μόνη ευθύνη μου ήταν ο εαυτός μου.
Τα χρόνια πέρασαν, ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα και σε δύο χρόνια από το γάμο μου έγινα μητέρα. Οι ώρες εργασίας τόσο οι δικές μου όσο και του συζύγου μου ήταν ατελείωτες. Ενώ ήμουν ακόμα έγκυος, έκανα έναν “προγραμματισμό” και ζήτησα όταν θα τελείωνε η άδεια λοχείας, να μεταφερθώ σε ένα άλλο τμήμα με χαμηλότερες αποδοχές και λιγότερες απαιτήσεις προκειμένου να είμαι περισσότερο στο σπίτι. Αλλά και πάλι έπρεπε κάποιος να κρατάει το παιδί καθώς η μητέρα μου δεν ήταν στη ζωή και η πεθερά μου αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Για μας η λύση της νταντάς δεν ήταν πολυτέλεια, αλλά ανάγκη.
Έτσι προσλάβαμε μια υπέροχη κυρία που κρατούσε το μωρό μας 9 ώρες την ημέρα, από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή. Τα Σαββατοκύριακα, ενώ τα οικονομικά μας τότε το επέτρεπαν, είχαμε αποφασίσει ότι θα τα αφιερώνουμε στο μωρό μας, που το βλέπαμε και μας έβλεπε λίγο μέσα στην εβδομάδα.
Πεντέμισι χρόνια αργότερα, και μπαίνουμε πια στο 2010, είχε ξεκινήσει η κρίση και οι διαφημιστικές ήταν και αυτές θύματά της, όπως και τόσα άλλα επαγγέλματα. Τόσο εγώ όσο και ο σύζυγός μου υποστήκαμε μειώσεις στον μισθό μας, και αργότερα καθυστερήσεις στον ήδη μειωμένο μισθό. Το να πληρώνουμε τη νταντά είχε αρχίσει να γίνεται ένας βραχνάς, και τελικά καταλάβαμε ότι ο ένας από τους δύο, δούλευε μόνο γι’ αυτό, καθώς σχεδόν ένας μισθός πήγαινε εκεί – και δεν μιλάμε για “μαύρα” χρήματα όπως συνηθίζεται – και μάλιστα με τίμημα να είμαστε “μακριά” από το παιδί μας και οι δύο.
Παράλληλα κάθε φορά που το παιδί μπορεί να αρρώσταινε ή έπρεπε να φέρω τον κόσμο άνω κάτω για να παραστώ σε μια σχολική γιορτή, τριγυρνούσε έντονα στο μυαλό μου το να τα παρατήσω όλα και να μείνω στο σπίτι. Αλλά ήταν πολλά που με κρατούσαν μακριά από αυτή τη σκέψη και ήταν όλα καθαρά πρακτικά ζητήματα. Τα ψυχολογικά (αφήνω την καριέρα μου, κλείνομαι στο σπίτι κ.λ.π) τα είχα ξεπεράσει προ πολλού. Ήμουν ήδη χορτασμένη επαγγελματικά και θα μπορούσα να κάνω οποιαδήποτε δουλειά πλέον που θα μπορούσε να με ζήσει με αξιοπρέπεια και να μην με κρατά μακριά από το παιδί. Αυτά που φοβόμουν ήταν τα εξής:
1. Το ότι αν επέστρεφα σπίτι θα ήμουν ανασφάλιστη.
2. Ακόμα κι αν ξεκινούσα μια ιδιωτική κάλυψη ποιος θα μου εξασφάλιζε ότι θα μπορούσα να την πληρώνω για πάντα.
3. Θα αποχαιρετούσα μια αξιοπρεπή σύνταξη καθώς δεν θα είχα συμπληρώσει τα χρόνια εργασίας που έπρεπε.
4. Κανείς δεν θα μπορούσε να μου εγγυηθεί ότι μπορούσε να χάσει και ο σύζυγός μου τη δουλειά του οπότε τι ακριβώς θα κάναμε τότε;
5. Σε 6 χρόνια το παιδί δεν θα χρειάζεται νταντά, θα μπορεί να επιστρέφει μόνο του στο σπίτι και να μας περιμένει. Μήπως θα τα τίναζα όλα στον αέρα για 6 χρόνια;
6. Μετά από 6 χρόνια, αν αποφάσιζα να επιστρέψω στη δουλειά μου, ποιος θα με προσλάμβανε όταν θα είχα μείνει εκτός αγοράς τόσα χρόνια;
Διαβάστε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα