Σήμερα το μεσημέρι στο πάρκο δίπλα στο καφέ που γράφω στην παραλία εμφανίστηκε ένα δίδυμο. Πατέρας κ κόρη.
Εκείνη 6-7, χοντρούλι παιδάκι, αφρόντιστο, με ένα φόρεμα πολύ ροζ κ λίγο βρώμικο. Μα παιδί, χαρούμενο πολύ, που ήρθε στο πάρκο.
Εκείνος, στα 45 με 50. Παρακμιακή φυσιογνωμία, κακόκεφη, νυσταλέα. Δεν πολυκοίταζε την κόρη του, ανακουφισμένος κάθισε σε ένα παγκάκι και την άφησε στον ενθουσιασμό της για την βόλτα. Έπιασε να στρίβει τσιγάρο. Αυτό τον ένοιαζε, μου φάνηκε, περισσότερο. Το κάπνισμα. Η έκφρασή του πολύ ξενυχτισμένη, η στάση κ το περπάτημά του πολύ κουρασμένα. Αφημένος. Κούραση. Όχι, παίξε μόνη σου, είπε στο παιδί…
Τους έβλεπα για ώρα. Το κορίτσι του ζήτησε να κάτσουν στο ακριβό, ομολογουμένως, παραλιακό καφέ να πάρουν παγωτό, εκείνος είπε κάτι για χρήματα… το παιδί απομακρύνθηκε απογοητευμένο.
Μετά του ζήτησε κάτι άλλο, αυτός είπε πάλι όχι, πάλι απογοήτευση, πάλι τσιγάρο στρίψιμο.
Μα δυο λεπτά μετά, ποιος ξέρει με τι αφορμή, χάρηκε με κάτι το παιδί και τρέχοντας από μακριά ήρθε και έδωσε μια σφιχτή αγκαλιά κ ένα φιλί στον πατέρα του. Όλο χαρά! Όλο χαρά! Και αγάπη! “Μπαμπά, είδα ψαράκια!”. Αυτός δεν είπε κάτι. Σαν να μην κατάλαβε τι έγινε.
Λάμπει η αγάπη όταν δεν υπάρχει λόγος. Λάμπει η αγάπη όταν αγαπάμε όχι “επειδή” αλλά “παρά το ότι”… λάμπει σαν χαρούμενος ήλιος.
Θυμήθηκα τα γραπτά όλων μας για τους μπαμπάδες μας, τα πρόσφατα: σ´ αγαπώ μπαμπά γιατί με έμαθες την τιμή/με φρόντισες/ποτέ δε μ´ αδίκησες/είχες λεβεντιά…
Συμπάθα με… δεν υποβιβάζω την εξηγημένη αγάπη. Αλλά η αναίτια, λάμπει σαν χαρούμενος ήλιος. Έτσι αγαπάμε όλοι τους μπαμπάδες κ τις μαμάδες μας… αναίτια, κ ας υπάρχουν κ αιτίες. Σαν το κορίτσι μου σήμερα στο πάρκο στην παραλία.
Γράφει ο Βαγγέλης Προβιάς