“Μαμά, κακά”. Φτου! Πάλι;

5:57 τ’ αξημέρωτα και το ξυπνητήρι στο κομοδίνο, ξεκινάει την μέρα του και την δική μου με rock. Πάω στην κουζίνα να φτιάξω το πρωινό του γιού μου και το γεύμα που θα πάρει μαζί του στο προνήπιο. Σε λίγα λεπτά, καθισμένη στο κρεβάτι του, χαϊδεύω τα μαλλιά και την πλάτη του για να ξυπνήσει. Ευτυχώς, ξυπνάει εύκολα και ορεξάτος για παιχνίδι κα κουβέντα. Το δύσκολο είναι να κοιμηθεί. Του διαβάζουμε ιστορίες και μετά πρέπει o αγαπημένος του φίλος/αρκουδάκι, ο Αρτσούκ, να διηγηθεί και εκείνο με ψιλή φωνούλα κουνώντας τα χέρια του μια ιστορία, με πρωταγωνιστές αυτούς τους δύο. Ο μικρός, πετάγεται από το κρεβάτι, παίρνει και τον Αρτσούκ και ξεκινάμε την καθημερινή μας ρουτίνα.

Του πλένω πρόσωπο, δόντια, τον ντύνω και στις 6:20 είμαστε στο τραπέζι της κουζίνας με αυτόν να τρώει τα δημητριακά του και εμένα να φοράω την φόρμα πάνω από τις πυτζάμες μου, γιατί στις 6:40 που θα τον πάρει το σχολικό, μετά από τρία λεπτά θα με ξαναπάρει και μένα ο ύπνος για να ξυπνήσω μια ώρα αργότερα, να ετοιμαστώ και να βρίσκομαι στις 9:00 στον Πειραιά. Το χειρότερο μου, όταν με παίρνει ο ύπνος και χάνουμε το σχολικό. Τότε, τρεχάτε ποδαράκια μου. Παίρνω πρώτα τηλέφωνο την συνοδό να την ενημερώσω ότι θα τον πάω εγώ, και όσο εγώ ετοιμάζομαι, εκείνος καταχαρούμενος ανοίγει την τηλεόραση για να δει παιδικά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά και εγώ όταν ήμουν μικρή και έχανα το σχολικό, ήμουν πολύ χαρούμενη που θα με πήγαινε ο μπαμπάς μου. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Πρώτη διαδρομή Ελληνικό – Νέα Σμύρνη. Κάτι να μου πει η νηπιαγωγός, κάτι να πω με καμιά μάνα, φτάνω στον Πειραιά 9:30 και άντε να βρω να παρκάρω. Υπάρχει βέβαια κι άλλος ένας λόγος που χάνουμε το σχολικό, αλλά ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω.

-Μαμά δεν μπορώ άλλο, με επαναφέρει η φωνούλα του και τρέχω να πάρω το μπουφάν με την τσάντα του για να κατέβουμε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Kαι ως γνωστόν, το κουμπί του ασανσέρ το πατάει πάντα ο πιο μικρός και συνήθως ο πιο κοντός, που πρέπει να πάρεις αγκαλιά για να το καταφέρει. Ευτυχώς σήμερα, δεν παίζει το παιχνίδι “πατάω όλα τα κουμπιά και σταματάμε σε κάθε όροφο”. Παίζουμε όμως στην είσοδο “μυτάκια”, με 39 νούμερο παπούτσι εναντίον 28, σε μια είσοδο δέκα μέτρων. Ευτυχώς που κλέβει και τελειώνουμε γρήγορα τις παρτίδες. Παίζουμε και “πλακάκια” όπου ήμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον ακουμπισμένοι με την πλάτη μας στον τοίχο και με ένα βήμα την φορά πρέπει ο ένας να πάει στον τοίχο του άλλου. Όταν φτάνουμε αντικριστά πρέπει ο μεγαλύτερος να κάνει ένα βήμα στο πλάι για να  μπορεί ο μικρότερος να φτάσει πιο γρήγορα στον στόχο του. Οκτώ χρόνια και ποτέ δεν κέρδισα σε κανένα από τα δύο παιχνίδια. Εδώ που τα λέμε και οι όροι του παιχνιδιού δεν είναι πάντα ίδιοι και με μπερδεύουν.

Πάνω στην ώρα βλέπω και το σχολικό να στρίβει τον δρόμο και να σταματάει μπροστά στο σπίτι. Δεν έβλεπα την ώρα να πάω για ύπνο. Παίρνω την τσάντα του από το τοιχάκι, ανοίγω την πόρτα και τον περιμένω να διασχίσει το πλακόστρωτο του κήπου για να πάει προς την ανοιχτή πόρτα του σχολικού που τον περιμένει η χαμογελαστή συνοδός. Κοιτάζω με αγωνία το απότομο φρενάρισμα του και η σκέψη, που πριν λίγο έδιωξα κακήν κακώς, έρχεται με χαιρέκακο γέλιο για να αναστατώσει το πρόγραμμα μου και να πάρει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μου…. Ο γιός μου με κοιτάει στα μάτια και μου ανακοινώνει:

-Μαμά, κακά.

Φτουου!!!!

Γράφει η Βερζίν Καραμπετιάν

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network