Τα παιδικά «όνειρα» αλλάζουν τον κόσμο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Το δικό σου!

Όταν ήμουν μικρή ήμουν ένα ήσυχο και συνεσταλμένο κοριτσάκι. Δεχόμουν εύκολα τους κανόνες και τα όρια. Φαινομενικά…
Γιατί μέσα μου, τίποτα δεν μου φαινόταν σωστό. Μου παρουσίαζαν τον κόσμο σα να έπρεπε να τον αποδεχτώ έτσι όπως είναι και όσο πιο άβουλα τον δεχόμουν, τόσο πιο «καλό κορίτσι» ήμουν. Από την άλλη, ήταν καλό να είμαι δημιουργική και έξυπνη. Δημιουργικότητα υπό όρους και μέσα σε όρια; Δεν έβγαζε νόημα.

Έτσι, το ήρεμο κοριτσάκι, μέσα του έβραζε και συχνά απομονωνόταν… Ίσως επειδή, δεν καταλάβαινα ότι ίσως νιώθουν έτσι και τα άλλα παιδιά.

Όλα τα «γιατί» μου, δεν είχαν ουσιαστική απάντηση. Ή μάλλον η απάντηση δεν με ικανοποιούσε σχεδόν ποτέ.

Σιγά σιγά, η επαναστατικότητα και η αντισυμβατικότητα, που κρυβόταν πολύ καλά (γιατί δεν ήθελα να αμφισβητήσει κανείς το αν είμαι «καλό κορίτσι» ή όχι) γινόταν μια ελαφριά μελαγχολία.

Δεν συμφωνούσα με τίποτα… Με το πώς λειτουργεί το σχολείο, με το πώς λειτουργεί η κοινωνία, τα επαγγέλματα, η σχέση του ανθρώπου με τα χρήματα, η ζωή στην πόλη…

Όταν λοιπόν έφτασα στην εφηβεία, είχα εμπεριστατωμένα επιχειρήματα για όλα όσα υποστήριζα. Ευτυχώς, είχα έναν μπαμπά που με άκουγε με προσοχή και προσπαθούσε να αντιπροσωπεύσει τη φωνή της «λογικής», παρακινούμενος από τον φόβο του να μην ξεφύγω από τον γονεικό του έλεγχο και παρασυρθώ… πάθω κάτι κακό… ή πληγωθώ. Είναι όμως προς τιμήν του που καθόταν και συζητούσε μαζί μου ατέλειωτες ώρες μέσα στο δωμάτιο… Δεν μπορούσε να αντικρούσει σχεδόν τίποτα από αυτά που του έλεγα…. Έτσι, η συζήτηση συνήθως τελείωνε με τη φράση «έτσι είναι τα πράγματα». Τουλάχιστον, κάποιος με άκουγε και προβληματιζόταν μαζί μου…

Αφού δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο (όπως μου λένε) ας αλλάξω τους ανθρώπους. Έτσι, δεν άργησα να γίνω η «ψυχολόγος» του σχολείου.
Ο ρόλος αυτός είχε μια γοητεία. Σιγά σιγά η ψυχολογία έγινε το πάθος μου και τελικά το επάγγελμα μου.

… Όμως το κοριτσάκι είχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του όλα τα «γιατί» και ήταν αποφασισμένο να τα απαντήσει μόνο του.

Δεν μπορούσα να αποδεχτώ την αδυναμία που πήγαιναν οι γύρω μου να μου επισυνάψουν. Δεν συμφωνούσα, για παράδειγμα, με την εργασία που είχαμε για το σπίτι. «Μα όλη μέρα ήμουν στο σχολείο, έπρεπε και το σπίτι να το κάνω σχολείο;», σκεφτόμουν. «Μα το σχολείο πρέπει να σε μαθαίνει να αγαπάς τη μάθηση και όχι να τη μισήσεις, όχι να θες να την αποφύγεις», προβληματιζόμουν.

Γιατί θα πρέπει να ζούμε στην πόλη και να πηγαίνουμε στις διακοπές μας στην εξοχή, ενώ όλη μας η ζωή θα μπορούσε να είναι «διακοπές».

Γιατί όταν ένα παιδί είναι άτακτο στην τάξη το βγάζουν έξω; Αφού το να βγεις από το μάθημα ήταν επιβράβευση και όχι τιμωρία τελικά… (θυμάμαι παιδιά που έκαναν επίτηδες φασαρία για να χάσουν το μάθημα…)

Γιατί θα πρέπει να βρω μια δουλειά που θα μου δίνει λεφτά; Καταρχήν δεν μου άρεσε η λέξη δουλειά, από μόνη της μου θύμιζε τη λέξη αγγαρεία. Τα λεφτά θα έπρεπε να είναι η συνέπεια και όχι ο αυτοσκοπός. Τη μισή μου ζωή θα περνούσα σε εκείνη τη δουλειά… έπρεπε να την αγαπάω, μόνο τότε θα είχε επιτυχία αυτό που θα έκανα… (Τότε επικρατούσε και η τάση των γονιών να θέλουν να βάλουν τα παιδιά τους στο δημόσιο, για να «έχουν το κεφάλι τους ήσυχο» με την μονιμότητα). Από πού να αρχίσω σχετικά μ’ αυτό; Σα να θέλεις να σκοτώσεις την οποιαδήποτε επαγρύπνηση, δημιουργικότητα, το οποιοδήποτε ταλέντο ή εξέλιξη… και αυτό παρουσιαζόταν σαν ευκαιρία! Σαν τύχη!. «Γιατί να θέλω να μου συμβεί κάτι τέτοιο;», αναρωτιόμουν.

Διαβάστε τη συνέχεια στο missbloom.gr

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network