Και ένιωσα ότι είχε έρθει πια η ώρα να ξανασυστηθούμε: Εγώ και η μητέρα μου.
Να μάθουμε όλα τα πράγματα από την αρχή, μια αρχή που μας επέβαλε το τέλος του μπαμπά μου.
Να πούμε πράγματα που μια ολόκληρη ζωή δεν είχαμε πει μεταξύ μας.
Να την πάρω από το χέρι και να τη μάθω να περπατάει ξανά μόνη της.
Να κοιμάται μόνη της.
Να ζει μόνη της.
Να την παρηγορώ τα βράδια που κλαίει, που φοβάται, που θυμάται.
Να της κάνω τον κλόουν για να φάει ή να πάρει τα φάρμακά της.
Να την παίρνω αγκαλιά όταν το χρειάζεται, να της δίνω τα φιλιά που της λείπουν και να είμαι η συντροφιά που έχασε από τη μια στιγμή στην άλλη.
Πρωτόγνωρη αίσθηση το να γίνομαι ξαφνικά η μαμά της μαμάς μου.
Και να ανακαλύπτω ξανά την τρυφερότητα μάνας προς κόρη. Αλλά ποια είναι η μάνα και ποια η κόρη τώρα; Επιστρέφω την αγάπη που εισέπραξα στο πολλαπλάσιο, επιστρέφω στο πατρικό μου με ενοχές γιατί αλλάζω τη λάμπα που θα μπορούσα να αλλάξω και όσο ζούσε ο πατέρας μου, πλένω με κουβά και νερό το αυτοκίνητό του που δεν μπορούσε να πλύνει όσο ήταν άρρωστος, φτιάχνω το παράθυρο που χάσκει χρόνια, τόσο ασήμαντα πράγματα που μας ξεφεύγουν όταν φεύγουμε για να φτιάξουμε τις δικές μας οικογένειες, λες και η πρώτη οικογένεια περνάει σε δεύτερη μοίρα λόγω καινούργιων υποχρεώσεων και καθηκόντων και έλλειψης χρόνου, και αυτό είναι που με θλίβει περισσότερο και με συγκλονίζει και με κάνει να αναρωτιέμαι:
Πώς βρήκα τώρα τον χρόνο που δεν είχα;
Πού ήταν όλη αυτή η αγάπη που με πνίγει τώρα;
Στριμώχτηκε σε αγχωμένες επισκέψεις και τηλεφωνήματα; Αυτό ήταν όλο που μπόρεσα να δώσω;
Καιρός να ξανασυστηθούμε, λοιπόν. Με τον χώρο. Τον χρόνο. Και τον εαυτό μας.
Να δούμε τι άνθρωποι μείναμε εγκαταλείποντας την πατρική στέγη. Και είναι ίσως αυτό το ρήμα που κάνει τη διαφορά: ‘’Φεύγω’’ δε σημαίνει εγκαταλείπω.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σημαίνει αυτό.