Παιδιά, μεγάλα, 7,8,9 ετών. Παιδιά που τα συναντώ στα εστιατόρια να παίζουν, ακόμα, με το φαγητό τους. Να πετάνε το ένα στο άλλο κεφτεδάκια, να χώνουν πατάτες τηγανητές στη μύτη τους, να φτιάχνουν διάφορα ελιξίρια ρίχνοντας μουστάρδες, λάδι και ξύδι στο νερό και να το δοκιμάζουν.
Στο ίδιο τραπέζι οι γονείς είτε γελούν με τα καμώματά τους, είτε τα μαλώνουν φευγαλέα, είτε τα αγριοκοιτούν στιγμιαία και μετά συνεχίζουν απτόητοι την κουβέντα με την παρέα τους κι εκείνα με τη σειρά τους εξακολουθούν να πετάνε φαγητά ενοχλώντας και τα διπλανά τραπέζια.
Και αναρωτιέμαι, γιατί μητέρα είμαι κι εγώ, αυτοί οι γονείς δεν έδειξαν ποτέ στα παιδιά τους πώς να τρώνε σαν άνθρωποι; πως είναι καλό να σέβονται το φαγητό που τρώνε, τους ανθρώπους που έχουν δίπλα τους αλλά και όλους τους υπόλοιπους αγνώστους;
Οι γονείς νέοι γενιάς, ζούμε με τον φόβο μην καταπιέσουμε τα βλαστάρια μας. “Άστο παιδί είναι ακόμα”, “περνάει τη φάση του” είναι οι φράσεις που συνήθως χρησιμοποιούμε αφήνοντας το πρόβλημα στην άκρη ή βάζοντάς το κάτω από το χαλί. Ας τα αφήσουμε ελεύθερα, λέμε χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι το να επιλέγεις να τρως με το μαχαίρι σου και το πηρούνι σου, να μην κάνεις το φαγητό σου σφεντόνα, είναι η μέγιστη ελευθερία. Και μάλιστα η ελευθερία αυτή, που δεν καταπατά την ύπαρξη του άλλου.
Αν και δεν θα ήθελα να καταφύγω στα κλισέ “εδώ άλλα παιδιά πεινάνε”, θα αναγκαστώ. Γιατί τα παιδιά, ειδικά σήμερα, ειδικά μέσα στην τρελή κρίση που συνομήλικοι τους λιποθυμούν στα σχολεία ή εξασφαλίζουν ένα πιάτο φαγητό από την πρόνοια, θα έπρεπε να σέβονται το φαγητό τους, θα έπρεπε να είναι πιο ευαισθητοποιημένα και να “νιώθουν” ενίοτε πόσο τυχερά είναι που τρώνε σε ένα τραπεζομάντιλο και όχι στο χώμα. Ή έστω που βρίσκουν ακόμα να τρώνε. Θα έπρεπε να έχουν μάθει απο το σπίτι τους, ότι δεν τρώμε με τα χέρια, δεν βουτάμε τα πηρούνια μας στα πιάτα των άλλων και ότι τέλος πάντων το φαγητό δεν είναι παιχνίδι. Ότι το κεφτεδάκι δεν είναι μπαλάκι, η πατάτα δεν είναι ξυλαράκι και το λάδι που ξοδεύουν αραιώνοντάς το στο ποτήρι είναι χρυσός.
Θα έπρεπε ακόμα να ξέρουν ότι όταν καθόμαστε σε ένα τραπέζι, βιδωνόμαστε στην καρέκλά μας, εφόσον τονίζω και πάλι μιλάμε για παιδιά άνω των 7 ετών (ίσως και να είμαι επιεικής), τρώμε χωρίς να ενοχλούμε, συζητάμε, λέμε τα αστεία μας, κάνουμε τα πειράγματά μας χωρίς να ξεσηκώνουμε ένα ολόκληρο εστιατόριο στο πόδι και μετά μπορούμε να σηκωθούμε ήρεμα και να πάμε να ξελυσσάξουμε έξω από το εστιατόριο, όπου πάντα υπάρχουν χώροι για να διοχετεύσουν την ενέργειά τους τα παιδιά.
Μεγαλώνουμε παιδιά γεμάτα αγένεια, που γίνεται μόνο το δικό τους, που δεν ξέρουν να πουν ένα “ευχαριστώ”, ένα “παρακαλώ”, μια “συγγνώμη”. Η υπερβολική καταπίεση που ενδεχομένως υποστήκαμε στα παιδιά μας χρόνια για να είμαστε ευγενικοί και “καθώς πρέπει” έγινε βρόχος και μας έπνιξε. Ξέρω. Τα έχω ζήσει, τα έχω σκεφτεί. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ορκιστήκαμε μέσα μας με όρκο βαρύ “δεν θα καταπιέσω ποτέ ετσι το παιδί μου εγώ”. Και το πράξαμε. Αφήσαμε περισσότερες ελευθερίες, προσφέραμε περισσότερες επιλογές, τους δώσαμε περισσότερο χώρο έκφρασης και καλά κάναμε. Αλλά περάσαμε στην αντιπέρα όχθη. Προκειμένου να αποτινάξουμε απο πάνω μας τα παράλογα “πρέπει” της δικής μας ηλικίας τα κάναμε όλα ίσωμα.
Δεν αναπολώ στιγμές οικογενειακών τραπεζιών όπου ο πατέρας χτυπούσε το χέρι του στο τραπέζι, όπου δεν σηκωνόταν κανείς αν δεν είχε τελειώσει το φαγητό του, όπου τρώγαμε σαν ρομπότ και δεν τολμούσαμε ούτε να στοιχίσουμε τα μπιζέλια στο πιάτο μας. Όμως από αυτή την στρατιωτική πρακτική μέχρι το σημερινό μπάχαλο έχει κυλήσει πολύ νερό.
Στις διακοπές μας συναντάμε συχνά οικογένειες άλλων χωρών όπου τα παιδιά τους τρώνε σαν ενήλικες και μετά σηκώνονται να παίξουν. Αναρωτιόμαστε “πως τα καταφέρνουν αυτοί;”. Τα θαυμάζουμε αυτά τα παιδιά, τα παρατηρούμε. Δεν φαίνονται καθόλου καταπιεσμένα. Μια ισορροπία αποπνέουν. Μετά ξεχνάμε αυτό που είδαμε. “Είναι ξενέρωτοι αυτοί” μουρμουρίζουμε, “δεν έχουν ταμπεραμέντο” ξαναμουρμουρίζουμε και συνεχίζουμε ήσυχοι το φαγητό μας μέχρι να μας έρθει ένα καλαμαράκι στο μάτι από το παιδί του διπλανού τραπεζιού ή από το δικό μας. Γελάμε ή αγριεύουμε ή το προσπερνάμε για να μην μας χαλάσει το κέφι.
Μια φορά είπαμε να βγούμε άλλωστε έξω…
Γράφει η Μαρίνα Αρβανίτη