Είναι μια απ’αυτές τις μέρες που θες να τα βροντήξεις όλα κι απλά να κουκουλωθείς με το πάπλωμα μέχρι να σου περάσει η όρεξη για χειμερία νάρκη. Απ’το γραφείο, δίπλα στα μασημένα μολύβια, στην κομμένη γόμα και στα κίτρινα post-it, σε κοιτά μια μικρή μαϊμού που κρατά ένα ξίφος. Ένα παιχνιδάκι απ’αυτά που βρίσκεις στα σοκολατένια αυγουλάκια. Το παίρνεις στα χέρια σου, το στριφογυρνάς, το ζουλάς. Η μέγγενη που σε έσφιγγε χαλαρώνει, είναι μαγικό. Είναι το μαγικό σου μαϊμουδάκι.
Σου το έδωσε ένα πρωί το μικρό του στρουμπουλό χεράκι. Την ώρα που τον άφηνες στο σχολείο, με την ίδια κρυφή (ή ίσως όχι τόσο κρυφή;) ανησυχία, αν θα’ναι καλά σήμερα. Αν θα θέλει να μείνει στην τάξη. Αν στενοχωρηθεί που θ’αργήσεις να πας να τον πάρεις.
«Μαμά, πάρε το μαϊμουδάκι στο γραφείο, να με σκέφτεσαι για να μη σου λείπω». Τον φίλησες και μέσα στη βιασύνη του πρωινού πήρες το μαϊμουδάκι. Το’βαλες στην τσάντα και μόνο αργότερα, όταν το θυμήθηκες και τ’ακούμπησες στο γραφείο ακολουθώντας τις οδηγίες, κατάλαβες τι έγινε.
Πόσο μετάδωσες το άγχος του αποχωρισμού στο μικρό. Πόσο κατάλαβε μυστικά την ανησυχία σου. Πόσο σε ακούει κάθε πρωί, που του δίνεις ένα φιλί στο χέρι και του λες:
«Άμα σου λείψω, να βάλεις το χέρι σου στο μάγουλο και να θυμηθείς το φιλί μου». Εκείνος είναι αντράκι, δεν δίνει φιλιά. Αλλά σου έδωσε το μαϊμουδάκι και σ’εδιωξε για να μην αργήσεις στη συνάντησή σου. Γιατί ένιωσε και τη βιασύνη σου.
Μέσα σου, ζήτησες συγγνώμη που άφησες να πέσουν πάνω σ’αυτή τη μικρή πλατούλα τόσες έγνοιες μεγάλων.
Κι από τότε, κάθε φορά που του’λεγες πως κουράστηκες στη δουλειά, σε ρωτούσε αν το μαϊμουδάκι του σε βοηθάει. Και του έλεγες «ναι, σε σκέφτομαι και δουλεύω καλύτερα».
Ένα απόγευμα, που τον πήρες από το σχολείο, κάνατε τη βόλτα σας και γυρίσατε σπίτι. Φορούσες ένα μακρύ κόκκινο κολιέ που όλο το πείραζε. Στον καναπέ κάθισε στην αγκαλιά σου κι έχωσε και το δικό του κεφάλι μέσα στο κολιέ. «Κοίτα μαμά, δύο κεφάλια!». Δύο κεφάλια και μια κόκκινη αλυσίδα που τα ενώνει. Του είπες πως η αγάπη σας μοιάζει μ’αυτό το κολιέ, μόνο που είναι αόρατη και πολύ δυνατή. Όσο μακρυά κι αν είστε, αυτή είναι εκεί και μεγαλώνει όσο χρειάζεται χωρίς να σπάζει, για να σας κρατά ενωμένους. Δεν χρειάστηκε να το εξηγήσεις ξανά, γιατί το κατάλαβε αμέσως.
«Χωράει και τον Μπαμπά», σου απάντησε και τον φίλησες που τα καταλαβαίνει όλα τόσο καλά.
Το πλυντήριο πιάτων μπορεί να χαλάει κάθε 3 μέρες. Τα e-mail μπορεί να συσσωρεύονται κάθε πρωί. Οι λογαριασμοί μπορεί να σε ζορίζουν πριν κοιμηθείς. Η καθημερινότητα μπορεί να σε αφήνει χωρίς ανάσα πολλές φορές κάθε μέρα. Αλλά, τότε, εκεί γύρω απ’το λαιμό κάτι σε τραβάει απαλά. Ένα τρυφερό μήνυμα μορς που σου θυμίζει πως είσαι κομμάτι της πιο δυνατής αλυσίδας που υπάρχει.
Κάτι από τη δύναμή της σου φέρνει ένα χαμόγελο στα χείλη, και νιώθεις έτοιμη για όλα.
Χτυπάει το τηλέφωνο κι είναι ο καλός σου που θέλει να δει πώς πας και να σου πει πως πήρε το παιδί απ’το σχολείο και σε περιμένουν σπίτι.
Ίσως πραγματικά να ανταλλάσσετε μυστικά ενέργεια μέσα στη μέρα, τα τρία κεφάλια της αλυσίδας. Ίσως αλήθεια ο ένας στέλνει δύναμη και κουράγιο στον άλλον. Ίσως πράγματι τραβάτε την αλυσίδα σ’έναν μυστικό κώδικα που στέλνει ένα τσιμπιματάκι εκεί που μπορείς να νιώσεις το σφυγμό στο λαιμό. Ίσως αρχίσεις να πιστεύεις τις μυστήριες θεωρίες για την τηλεπάθεια.
Μόνο που δεν ξέρεις, αν οι θεωρίες λένε και για ένα μαϊμουδάκι που περιμένει κάθε μέρα δίπλα στον υπολογιστή.
Γράφει η αναγνώστρια Κρυσταλλία Παπαδημητρίου – Κολομτσά