“Του/της τα προσφέρουμε όλα…”, “νοιώθω υπερβολική αγάπη για το παιδί μου…”, “δεν του/της έχει λείψει τίποτα”… “δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος/η ό,τι κι αν του/της κάνουμε”. Λόγια που ακούμε καθημερινά στα γραφεία μας, αλλά και σε παρέες φίλων και γνωστών που έχουν παιδιά.
Πολύ συχνά, τα λόγια αυτά αναφέρονται σε συνδυασμό με ένα παράπονο του γονιού για την κακή συμπεριφορά των παιδιών ή για την αχαριστία τους. Παρότι είναι τόσο δοτικοί, υλικά και συναισθηματικά, δεν εισπράττουν αυτό που περίμεναν από τα παιδιά τους.
Στον Σύλλογο Αντιμετώπισης Τοξικοεξάρτησης, ένα σύλλογο γονέων και οικογενειών, χρηστών ουσιών, στον οποίο κάποτε είχα εργαστεί για κάποια χρόνια, τα λόγια αυτά ήταν σχεδόν κοινά στα μέλη-γονείς των ομάδων θεραπείας.
Βλέποντας τις ιστορίες αυτών των οικογενειών, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν γεγονότα τα οποία τους έχουν σημαδέψει και που σχετίζονται τόσο με τη δική τους σχέση με τους γονείς τους όσο και με τις οικονομικές συνθήκες της παιδικής τους ηλικίας ή και των χρόνων της πρώτης νιότης τους. Σε αυτά τα γεγονότα, είναι συχνά τα τραύματα που έχουν δημιουργηθεί από πρώιμη απώλεια των γονιών, ιδιαίτερα της μητέρας, ή από την στέρηση. Στέρηση, που έχει να κάνει με ζωτικά αγαθά, υλικά και άυλα, όπως είναι η έλλειψη τροφής λόγω πενίας, ή η στέρηση της μητρικής φροντίδας.
Μέσα από το δικό τους παιδί, μοιάζει να ταΐζουν τόσο αυτό όσο και τον εαυτό τους ως παιδί. Δίνουν δηλαδή διπλή τροφή (συναισθηματική αλλά συνήθως και υλική) στο παιδί τους. Προσπαθώντας να υπεραναπληρώσουν το κενό των δικών τους στερήσεων “μπουκώνουν” το παιδί από αγάπη.
Σπανιότερα, αυτή η υπερβολή σχετίζεται με κάποιο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε το παιδί τους ενόσω ήταν βρέφος, ή κατά τον τοκετό. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε το ρίζωμα μιας διαρκούς ανησυχίας για την υγεία του παιδιού, μία ανησυχία που φέρει ως αποτέλεσμα την υπερπροστασία του.
Πολύ συχνό είναι το φαινόμενο της προσκόλλησης της μητέρας με το παιδί της εξαιτίας της κακής σχέσης που έχει με τον άντρα της. Μέσα από την υπερβολική της αγάπη υπεραναπληρώνει το συναισθηματικό κενό που βιώνει από τη συζυγική της σχέση. Το παιδί γίνεται στήριγμα-αποκούμπι της και δίνεται ολοκληρωτικά σε αυτό χωρίς να θέτει κανένα όριο στη σχέση τους.
Όποια κι αν είναι η αιτία μίας τέτοιας “υπερβολικής αγάπης” το σίγουρο είναι ότι μεγαλώνουν παιδιά τα οποία δεν μπορούν να ανεχτούν οποιαδήποτε μορφή ματαίωσης είτε προέρχεται από τους ίδιους, είτε από άλλους. Το κενό, που είναι μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, πρέπει με πάση θυσία να “βουλώσει” με κάποιον τρόπο.
Αυτή όμως η μη αποδοχή του κενού, είναι και μία από τις βασικότερες αιτίες προβλημάτων που εμφανίζονται στη ζωή του παιδιού. Προβλήματα εμφανίζονται όπως η υπερκατανάλωση, η λήψη ουσιών ή αλκοόλ, ο τζόγος κ.ά. Πρόκειται για τις λεγόμενες “νεοανάγκες” που δημιουργούνται, αναζητώντας να καλυφθεί μάταια το κενό που δεν έχουν μάθει ποτέ να αντιμετωπίζουν.
Είναι όμως και ιστορικοκοινωνικές οι συνθήκες που μπορούν να οδηγήσουν στην ανατροφή ολόκληρων γενεών με τα παραπάνω προβλήματα. Οι κακουχίες που έζησαν ως παιδιά γονείς που επιβίωσαν από πολέμους, για παράδειγμα, μπορούν να προκαλέσουν υπερβολικές συμπεριφορές αναπλήρωσης προς τα παιδιά τους. Δεν είναι τυχαίος ίσως μέσα σε αυτό το πρίσμα ο υπερδανεισμός που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και η φούσκα που προήλθε από κάλυψη “νεοαναγκών”. Οι μετανάστες, όποιας εθνικότητας κι αν είναι, που βιώνουν οικονομικές και άλλες κακουχίες αποτελούν έναν άλλο τρωτό πληθυσμό μελλοντικών γενεών.
Ο Winnicott, είναι ο πρώτος που μίλησε για την πραγματικά καλή μητέρα. Λέει ότι αυτή είναι η “αρκετά καλή” μητέρα κι όχι η “λίγη” ή η “πολύ καλή”…
Η λίγη μητέρα, είναι αυτή που μεγαλώνει το παιδί στερώντας του βασικές ανάγκες, όπως είναι η διατροφή, η φροντίδα, η προστασία του.
Η υπερβολικά καλή μητέρα είναι αυτή που “μπουκώνει” το παιδί, διατηρώντας το μονίμως σε μία κατάσταση κορεσμού. Διαλύει την επιθυμία του. Δεν του επιτρέπεται να ζητήσει κάτι, αφού πριν διψάσει του έχει το ποτήρι με το νερό…
Η αρκετά καλή μητέρα είναι αυτή που καλύπτει τις βασικές ανάγκες του παιδιού της, υλικές και συναισθηματικές, ωστόσο του λέει και όχι. Μία τέτοια μητέρα επιτρέπει την αυτονόμηση του παιδιού της.
Η βοήθεια των γονιών στην αυτονομία των παιδιών είναι κάτι το οποίο τους καθιστά καλούς γονείς. Αποτελεί επίσης και μία δικλείδα ασφαλείας για την ποιότητα της σχέσης τους με το παιδί τους που κάποτε θα τους το αναγνωρίσει.
Ο Winnicott μιλάει κυρίως για τη μητέρα. Και η αλήθεια είναι ότι η σχέση μητέρας-παιδιού είναι περισσότερο τρωτή στην απουσία ορίων μεταξύ τους.
Ωστόσο, μέσα από την εμπειρία μου με γονείς, βλέπουμε ότι και ο πατέρας μπορεί να εμφανίζεται με τα ίδια χαρακτηριστικά που αναφέραμε.
Ο νόμος, το όριο μπαίνει κυρίως από τον πατέρα, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού. Όταν όμως, ο πατέρας έχει ο ίδιος την εμπειρία ενός πολύ αυταρχικού-βάναυσου πατέρα, ή ενός απόντα πατέρα, ή έχει ο ίδιος στερηθεί στην κάλυψη βασικών αναγκών ως παιδί ή νέος, τότε μπορεί να εμφανιστεί υπερβολικά δοτικός με τα παιδιά του και ανοριοθέτητος ή απών.
Αυτό σημαίνει ότι το παιδί δεν θα μάθει την αυτοπειθαρχία, θα δυσκολευτεί πολύ στην ενηλικίωσή του, ή μπορεί και νά’ χει προβλήματα με το νόμο. Φυσικά, πάντα υπάρχουν δυνατότητες αλλαγής, αλλά η βοήθεια δεν μπορεί να προέλθει από την ίδια την οικογένεια.
Η απουσία των ορίων, μέσα από την υπερβολική αγάπη, δημιουργεί μία λανθάνουσα αιμομικτική σχέση ανάμεσα στους γονείς και το παιδί, μία σχέση που ο άλλος (ο μελλοντικός σύντροφος), δύσκολα βρίσκει θέση. Έτσι, συχνά, τα παιδιά αυτά που παραμένουν για δεκαετίες, ή και για πάντα παιδιά, είναι προσκολλημένα στην πατρική οικογένεια.
Οι συγκρούσεις με τους γονείς και ο θυμός των παιδιών είναι αναμενόμενες συμπεριφορές. Κι αυτό γιατί, ενώ η τάση του νέου ανθρώπου είναι να ανοίξει τα φτερά του και να φτιάξει τη ζωή του ως ενήλικας ταλανίζεται από δυσβάσταχτη ενοχή απέναντι στους γονείς του, που αισθάνεται ότι τους εγκαταλείπει. Η οικονομική εξάρτηση των νέων από τους γονείς τους, βασίζεται στην συναισθηματική εξάρτησή τους και συνεχίζει να διατηρεί την υπάρχουσα ισορροπία της οικογένειας μέσα από ένα τέτοιο άλλοθι.
Τα παιδιά δεν είναι ποτέ ικανοποιημένα. Το κενό, όσο κι αν προσπαθήσουν οι γονείς να το καλύψουν, θά’ ναι πάντα εκεί, γιατί αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, η τραγικότητα της ύπαρξής μας.
Ωστόσο, ο άνθρωπος μπορεί να είναι ικανοποιημένος, εφόσον του δοθεί η ευκαιρία να αναπτύξει βούληση, να βρει το προσωπικό του νόημα ζωής, να προσανατολιστεί με βάση αυτό.
Ποιος θα φύγει από την οικογενειακή εστία όταν όλες οι ανάγκες του καλύπτονται; Ποιος θα προοδεύσει όταν δεν υπάρχει λόγος; Το βόλεμα που δημιουργείται καθιστά το νέο συναισθηματικά ανώριμο και αιώνιο παιδί. Ένα παιδί όμως σε σώμα ενηλίκου, μερικές φορές αρκετών δεκαετιών, είναι ένας ανάπηρος ενήλικας με απουσία νοήματος ζωής. Ένας θλιμμένος και ανικανοποίητος άνθρωπος που δεν του έγινε επιτρεπτό το μεγάλωμά του.
Όχι μόνο αυτά τα παιδιά, αλλά ολόκληρη ίσως η σημερινή κοινωνία έχει μέσα από αυτή την κρίση να ανακαλύψει, ή να ξαναθυμηθεί, την αξία του Αρκετού.
Ποτέ δεν είναι αργά για να βοηθήσει ο γονιός το παιδί του να ωριμάσει. Πρέπει όμως να αντιμετωπίσει τα δικά του φαντάσματα του παρελθόντος και να αναμετρηθεί μαζί τους. Η ειλικρινής αγάπη προς το παιδί του μπορεί να τον βοηθήσει να πάρει μία τέτοια απόφαση. Ποτέ δεν είναι αργά για να βρει την ισορροπία μεταξύ της οριοθέτησης της συμπεριφοράς του και της τρυφερότητας και αγάπης.
Το ίδιο ισχύει και για τον ενήλικα-παιδί. Μέσα από τη θεραπεία μπορεί να σταθεί στα δικά του πόδια και να ανοίξει επιτέλους τα φτερά του, που τόσα χρόνια ήταν σε αγκύλωση.
Γράφει η Δήμητρα Σταύρου, Ψυχολόγος