Πρωί, ώρα 08.20π.μ. Τα παιδιά ήδη προσέρχονται στο νηπιαγωγείο κρατώντας την τσαντούλα με το πρωινό τους και μια δεύτερη με το μεσημεριανό για το ολοήμερο. Πρώτη τους κίνηση να βγάλουν μπουφάν, να το κρεμάσουν, έπειτα τα παπούτσια, τα οποία τοποθετούν σε ειδική παπουτσοθήκη από την οποία παίρνουν το καθένα τις παντοφλίτσες τους και τις φορούν. Ύστερα έρχεται η σειρά της τσάντας του πρωινού, που μπαίνει σε ειδικό ραφάκι ενώ του μεσημεριανού στην κουζίνα. Κι όλα αυτά, τα παιδάκια τα κάνουν μόνα τους, με ελάχιστη βοήθεια, κι αυτή όταν μας ζητηθεί.
Μέχρι που έρχεται ο μικρός Γ./ η μικρή Γ. όπου Γ. κάθε χρόνο βάλε κι άλλο όνομα. Η μαμά να του βγάλει τα παπούτσια, να του φορέσει τις παντόφλες, να τακτοποιήσει μπουφάν και τσάντες, όλα η μαμά.
-Αφήστε το παιδί να τα κάνει μόνο του, μπορεί και τα καταφέρνει μια χαρά!, ακούω από το γραφείο να συστήνει η συνάδελφος.
-Α, μπα, πού να μπορεί αυτός, όλα στα χέρια τα θέλει.
-Μα τα καταφέρνει μια χαρά να αλλάξει παπούτσια και παντόφλες όταν βγαίνουμε διάλειμμα, επιμένει η συνάδελφος. Δώστε του μια ευκαιρία να σας δείξει!
-Δεν μπορεί και βιάζομαι κιόλας.
-….
Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται σε ένα άλλο νηπιαγωγείο, σε κάποια άλλη περιοχή, κάποια άλλη μέρα, την ίδια περίπου ώρα.
-Αφήστε το παιδί να τα κάνει μόνο του, μπορεί και τα καταφέρνει μια χαρά!
-Α, χου, το ζουζουνάκι μου, ζεν μπορεί ακόμηηη, απαντά η μαμά κοιτώντας και μιλώντας (;) στη μικρή της.
-Μα είναι πέντε χρονών! Μπορεί, το κάνει κάθε μέρα μπροστά μου!, επιμένει η δασκάλα.
–Θα το κάνει η μανούλα αφού μπορεί (και γεμίζει φιλιά την μικρούλα της, μέχρι που εκείνη αποτραβιέται για να παίξει με τις φίλες της).
Το ανησυχητικό εδώ δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι γονείς αυτοί δεν αφήνουν τα παιδιά να αυτονομηθούν, κι ούτε θα γράψω για το πόσο σημαντικό είναι αυτό για την εξελικτική πορεία των παιδιών και της μετέπειτα ζωής τους ως έφηβοι κι ενήλικες. Άλλωστε έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για το ζήτημα αυτό κι ο αναγνώστης με ένα απλό γκουγκλάρισμα μπορεί να βρει πολλές εμπεριστατωμένες μελέτες που αφορούν στην σημασία του να δίνουμε στα παιδιά την ευκαιρία να αυτοεξυπηρετούνται κατά το μέτρο των δυνατοτήτων και της ηλικίας τους. Αυτό που με ανησυχεί όμως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κάτι άλλο. Η καθ’ ανάγκη υποκρισία των παιδιών. Ή η υποκριτική τους τέχνη, πραγματικά δεν ξέρω πώς να το ονομάσω.
Το παιδί, αναγνωρίζοντας μάλλον από ένστικτο πως ο γονέας αυτός έχει την ανάγκη να νιώθει πως το ίδιο δεν είναι ικανό να λειτουργήσει μόνο του, δείχνει μπροστά του πως έχει πλήρη ή μερική εξάρτηση (αναλόγως την περίπτωση) από τον ίδιο, ενώ όταν απομακρύνεται από αυτόν, αναπτύσσει μια διαφορετική στάση. Να σημειώσω εδώ πως δεν αντιδρούν όλα τα παιδιά αυτών των γονέων με τον ίδιο τρόπο. Άλλα παιδιά συνηθίζουν ή αρέσκονται στον ρόλο του αδύναμου παιδιού που δεν τα καταφέρνει. Οι συνέπειες της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι όμως διαφορετικές από των παιδιών που προσποιούνται μπροστά στους γονείς τους. Τα τελευταία, ακούσια, αλλάζουν συμπεριφορά αναλόγως με το περιβάλλον κι αν ο γονέας βρίσκεται κοντά.
Έτσι λοιπόν, για πολύ καιρό έβλεπα τον πεντάχρονο Γ. να αφήνει την μαμά του του να του κάνει κάθε πρωί την προετοιμασία με την άφιξή του στο σχολείο, ενώ την υπόλοιπη ημέρα να τα κάνει όλα μόνος του.
Συζητώντας μαζί του, έμαθα πως στο σπίτι δεν έκανε τίποτα σχεδόν μόνος του -από το να ντυθεί μέχρι και να φάει- ενώ καμιά φορά ξεχνιόταν στο σχολείο και ζητούσε να τον ταΐσουμε τις πρώτες πιρουνιές και μετά συνέχιζε μόνος του.
Όταν τον ρώτησα αν η μαμά γνωρίζει πως τρώει μόνος του, μου απάντησε με αυτό το αθώο παιδικό μουτράκι του πως «της μαμάς της αρέσει να με φροντίζει πολύ και γι’ αυτό την αφήνω». «Εμείς δεν σε φροντίζουμε;», ήταν φυσικά η επόμενη ερώτησή μου. Αναρωτιόμουν τι σημαίνει φροντίδα γι’ αυτό το παιδί. Η απάντησή του: « Εσείς κυρία με φροντίζετε με τον δικό σας τρόπο και η μαμά με τον δικό της». «Ποια φροντίδα προτιμάς;», ήρθε η επόμενη ερώτησή μου για να πάρω ως απάντηση «προτιμώ να με φροντίζουν». Επομένως, το παιδί έμπαινε σε ρόλους προκειμένου να το φροντίζουν. Τι σημαίνει όμως αυτό για τον γονέα και την σχέση του με το παιδί; Είναι μια ειλικρινής αμφίδρομη σχέση;
Επειδή σε αυτό το ερώτημα δεν είχα απάντηση, κάλεσα την μητέρα να παρακολουθήσει το παιδί της την ώρα του φαγητού και πριν το διάλειμμα, από το παραθυράκι που έβλεπε στον διάδρομο κι έπειτα μπορούσε να αποφασίσει η ίδια για το τι σχέση θα ήθελε να έχει με τον μικρό. Έβλεπα την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της όταν παρατηρούσε πώς ο μικρός της άπλωνε και δίπλωνε την πετσέτα του φαγητού του, καθάριζε το θρανίο από τα ψίχουλα με το σκουπάκι, έβαζε τα παπούτσια μόνος του χωρίς να μπερδεύει το δεξί με το αριστερό, έφτιαχνε τα μανικία του μπουφάν του από την καλή για να το φορέσει και βοηθούσε σε αυτό και τους φίλους του.
Όταν τα παιδιά βγήκαν έξω, η μαμά ήρθε δίπλα μου και μου είπε «μεγάλωσε». Έγνεψα το κεφάλι καταφατικά. Εκείνη την ώρα την είδε ο μικρός κι έτρεξε πάνω της για αγκαλιές και φιλιά και γρήγορα γύρισε στο παιχνίδι του χαρούμενος. Δεν είπαμε τίποτα για το θέμα ξανά.
Από την επόμενη μέρα ο μικρός έκανε μόνος του την πρωινή ρουτίνα παρουσία της μαμάς. Και ξέρετε τι άλλο έγινε;