Σκεφτόμουν ότι το πένθος δεν ταιριάζει στα παιδιά.
Θα σου έλεγα κιόλας ότι σε κανέναν άνθρωπο δεν ταιριάζει. Δεν ταίριαξε σ’ εμένα όταν έχασα έναν φίλο μου στα δεκαεπτά, δεν ταίριαξε σ’ εσένα που έχασες τον πατέρα σου όταν ήσουν τριάντα και ειλικρινά δεν τολμώ (και ούτε μου επιτρέπεται) να αγγίξω, σε ένα κείμενο σαν αυτό, το πένθος μιας μάνας.
Αλλά σίγουρα στα παιδιά δεν ταιριάζει.
Δεν πα να λες ότι όλα μέσα στη ζωή είναι. Κάποια πράγματα πρέπει να τα στριμώξεις εσύ για να χωρέσουν στη ζωή ενός παιδιού. Να βρεις τον ιδανικό τρόπο, τα μαγικά λόγια, την παρηγορητική αγκαλιά που θα χωρέσει την οδύνη τους.
Βρέθηκα μια δυο φορές σε αυτή τη θέση και είναι πολύ δύσκολη, είναι πολύ ζόρικη και είναι ανυπόφορη γιατί κάθε φορά κλήθηκα να απαντήσω στην ίδια ερώτηση:
Γιατί δεν μας είπες ότι θα πέθαινε;
Τους το είχα πει, όμως. Αλλά με άλλα λόγια.
Πώς μπορείς άραγε να προετοιμάσεις έναν τόσο δα άνθρωπο για τον θάνατο ενός άλλου; Με ποιο δικαίωμα θα βύθιζα (μήνες πριν, μέρες πριν, πόσες; θα είναι είκοσι; τριάντα; θα είναι αύριο;) τα παιδιά σε πένθος; Μιλούσα για νοσοκομεία, μιλούσα για αρρώστιες, «δε θα γίνει καλά», έλεγα, «είναι πολύ σοβαρά», «είναι θέμα χρόνου», αλλά τα παιδιά, να ξέρεις, δεν ακούν αυτό που δε θέλουν.
Γιατί θέλουν κι άλλο. Θέλουν να τον αγαπήσουν κι άλλο, θέλουν κι άλλο να τα αγαπήσει, θέλουν χρόνο που δεν έχει ο αγαπημένος νεκρός, θέλουν παιχνίδια και αστεία μαζί του, θέλουν κι άλλες ιστορίες, θέλουν τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις του, «μα πού ζεις παππού, σε ποιον αιώνα;», γιατί, ας μη γελιόμαστε, όσο χρόνο και να έχουμε πάνω σε αυτή τη γη με έναν άνθρωπο που αγαπάμε, πάντα θα είναι αφόρητα λίγος.
Και, αλήθεια, πες μου, τι παρηγοριά μπορεί να προσφέρει σε έναν άνθρωπο, και ειδικά σε έναν άνθρωπο τόσο δα, μια ανοησία του τύπου «ξεκουράστηκε», «μα εγώ δεν τον κούραζα», «είναι στον ουρανό», «μα εγώ τον θέλω εδώ» ή το αμίμητο «έφυγε πλήρης ημερών» όταν εσύ δεν αισθάνεσαι καθόλου πλήρης είτε ημερών είτε νυχτών είτε αγάπης από αυτόν που χάνεις και δεν πρόκειται ποτέ να ξαναδείς;
Μόνο αυτό πες μου.