Ημέρα της γυναίκας σήμερα, όμως, το ξυπνητήρι χτυπά στις 7 όπως κάθε μέρα. Επί χρόνια. Αγουροξυπνημένη, να είχα ένα διωράκι ακόμα, και τι στον κόσμο. Πρέπει να προλάβω. Να ζεστάνω το γάλα, να αλείψω φρυγανιές με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα, πριν ξυπνήσω τα παιδιά. Να πλυθώ, να βγάλω τις πιτζάμες και να ντυθώ.
– Ξυπνήστε αγάπες μου. Ώρα για το σχολείο, αρχίζω και μιλάω γλυκά μπαίνοντας στα δωμάτια τους. Πρέπει να προλάβω να τα πάω στο σχολείο, να γυρίσω να ετοιμαστώ για την δουλειά. Το γάλα παραζεστάθηκε. Γκρινιάζουν. Το αραιώνω με παγωμένο από το ψυγείο. Τρώνε τις φρυγανιές περπατώντας στο διάδρομο. Πατάω και κολλάω μαρμελάδες. Είμαι ακόμα ξυπόλητη. Δεν προλαβαίνω. Θεέ μου, κολλάω… Δεν πειράζει. Βάζω ένα ζευγάρι κάλτσες και τα αθλητικά για να οδηγήσω. Οριακά στο χρόνο. Πόσες φορές τους έχω πει να ετοιμάζουν τις τσάντες τους από το προηγούμενο βράδυ. Πόσες…
– Α, ξέχασα το τοστ, δώσε μου λεφτά να πάρω κάτι να φάω στο σχολείο. Σήμερα έχω φροντιστήρια και γυρίζω στις 5, λέει το αγόρι. Οδηγώ. Δεν μπορώ να ψάξω το ντουλαπάκι για κάποιο ξεχασμένο ευρώ. Η ώρα περνάει. Έχει κίνηση. Όλα τα σχολικά στο δρόμο.
– Λεφτά, θέλω λεφτά σου είπα. Παρκάρω, κοιτάω το ρολόι. Ψάχνω στο ντουλαπάκι, βρίσκω ψιλά. Τα παίρνει. “Γεια σου μαμά“. Ούτε φιλί ούτε τίποτα. Μου έχουν πει έξω από το σχολείο να μην κάνω γλύκες. Ούτε φιλιά, ούτε χάδια. Μεγάλωσαν πια. Τους κοροϊδεύουν οι συμμαθητές τους.
Γυρίζω σπίτι, έχω τρία τέταρτα. Μαζεύω τα πιάτα από τα πρωινά, βάζω καφέ στην καφετιέρα. Η ώρα οκτώ. Μαζεύω τα σκουπίδια, αερίζω τις κρεβατοκάμαρες και στρώνω τα κρεβάτια. Η κούπα μου με τον καφέ με ακολουθεί. Πίνω μικρές γουλιές, λαίμαργα, βιαστικά. Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη. Δεν πρόλαβα να φτιάξω τα μαλλιά μου, πάλι καλά που λούστηκα χθες βράδυ. Δεν πειράζει, θα τα πιάσω κότσο. Θα βάλω και μια ωραία κορδέλα να τα στολίσω.
Η ώρα περνάει. Πότε θα κάνω ντους, πότε θα ντυθώ, θα βαφτώ, πότε θα φτάσω στο γραφείο. Έχω και πρωινό meeting με τον διευθυντή. Συναγωνίζομαι τον χρόνο. Το ρολόι είναι ο καθημερινός μου αντίπαλος. Οι δείκτες τρέχουν γρήγορα. Η τσάντα στον ώμο, τα σκουπίδια στο ένα χέρι, ο υπολογιστής στο άλλο. Το κινητό κάπου, σε κάποια τσέπη. Αν χτυπήσει, άσε. Μακάρι να μην χτυπήσει έτσι φορτωμένη που είμαι! Πατάω το πεντάλ του σκουπιδοτενεκέ. Καλάθι!
Πέντε το απόγευμα. Πως πέρασαν οι ώρες στο γραφείο! Τα παιδιά περιμένουν στην πύλη του σχολείου. Τα έστησα δέκα λεπτά. Σταματάμε στο σούπερ μάρκετ. Αυτά μένουν στο αυτοκίνητο. Ορμάω μέσα να αγοράσω πατάτες. Πώς μου ξέφυγαν και ξέμεινα! Θέλουν κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Ε, να είναι και φρέσκο, ξεροψημένο και ζεστό. Από την προηγούμενη αν το έψηνα, ούτε να το σκεφτώ. Μόνη μου θα το έτρωγα. Τους έχω καλομάθει λίγο… Μπαίνω στο σπίτι, κατευθείαν στην κουζίνα. Το μόνο που κάνω είναι να πετάξω από τα πόδια μου τις γόβες. Γρήγορα, γρήγορα βάζω το ταψί στο φούρνο.
Ο άντρας μου έρχεται αργά το βράδυ. Δυστυχώς και τα δρομολόγια τα εξωσχολικά τα κάνω εγώ. Τα παιδιά τρώνε κάτι ελαφρύ, έχουν κολυμβητήριο σε δυο ώρες. Όταν γυρίσουν θα φάνε κανονικά. Το σπίτι μοσχομυρίζει. Αλλάζω ρούχα. Βάζω την φόρμα μου, μη τυχόν και προλάβω το γυμναστήριο. Στο ενδιάμεσο της δικής τους προπόνησης, ζήτω η ελευθερία.
Χτυπάει το τηλέφωνο. “Θα έρθω νωρίτερα σπίτι. Να μαζευτούμε για την ημέρα της γυναίκας. Θα έρθουν η Ρένα και ο Πέτρος” τέλεια λέω, πάει το γυμναστήριο. “ Α, σταμάτησε στην κάβα και πάρε κρασί” λέω γρήγορα. Μαζεύω το σαλόνι, φούτερ, βιβλία, παπούτσια, εφημερίδες και κάτι πατατάκια κάτω από τα μαξιλάρια. Τι στο καλό, κόσμο περιμένουμε. Ευτυχώς ψήνω και το κοτόπουλο θα κάνω και μια σαλάτα και από φαγητό καθαρίσαμε. Άντε, και μια μακαρονάδα, φτωχή. Εννοώ χωρίς κιμά.
Βγάζω την φόρμα και ντύνομαι κάπως καλύτερα. Μαζεύω τα παιδιά από την προπόνηση. Χτυπάει το κινητό μου. Η Ρένα είναι “μην πάρεις γλυκά. Θα φέρουμε εμείς” Ακόμα και αυτό με ανακουφίζει. Ένα δρομολόγιο λιγότερο. Το γυμναστήριο πάλι πήγε περίπατο. Τσάμπα πλήρωσα τον μήνα!
Τα παιδιά μπαίνουν στο μπάνιο. Φωνές, κραυγές, τσακωμοί, δεν βρίσκουν το σαμπουάν. Τρέχω στο ντουλάπι. Το έχει κρύψει ο γιος μου για να πειράξει την κόρη μου. Η Ρένα και ο Πέτρος φτάνουν με τα γλυκά. Πάντα φέρνουν τα αγαπημένα μου. Πηγαινοέρχομαι στην κουζίνα, στα παιδιά, στο σαλόνι. Κόβω σαλάτα. “Καλά δεν θα σε δούμε λίγο να τα πούμε;” Σωστά, ως δια μαγείας θα ετοιμαστούν όλα. Τα παιδιά πέρα δώθε. Διάβασμα… μάλλον.
Τρώμε βλέποντας τον αγώνα. Ένα ποτήρι κρασί να πιω να χαλαρώσω. Το πίνω στην κουζίνα, βάζοντας τα πιάτα στο πλυντήριο. Να είναι όλα καθαρά για αύριο. Να έχω χώρο στον πάγκο της κουζίνας να ακουμπήσω τα πρωινά γάλατα.
“Καληνύχτα Μαίρη μου. Δεν σε είδαμε πολύ απόψε” λέει η Ρένα φεύγοντας και με φιλάει.
“Καληνύχτα Ρενάκι μου” της λέω.
Κι επιτέλους, εγώ η γυναίκα, θα χωθώ κάτω από το πάπλωμα μου να ξεκουράσω το ταλαιπωρημένο μου κορμί. Αφού βέβαια, μαζέψω τα αποτσίγαρα για να μην μυρίσει περισσότερο το σαλόνι.
Χρόνια πολλά είπαμε; Δεν είπαμε…
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού
Διαβάστε επίσης:
6 ταινίες αφιερωμένες στη γυναίκα