«Όταν γίνεις μάνα, θα καταλάβεις…» – η υπόγεια απειλή που δεν θα ξεστομίσω ποτέ

«Όταν γίνεις μάνα, θα καταλάβεις» - η υπόγεια απειλή που δεν θα ξεστομίσω ποτέ

Σου το είχαν πει πολλές φορές: «Όταν γίνεις μάνα, θα καταλάβεις»

Και σου φαινόταν πως αυτό το «θα καταλάβεις…» εμπεριείχε μία υπόγεια απειλή, ένα κάκιωμα.

Σου φαινόταν πως ερχόταν κατευθείαν από το βιβλικό:

«Κι εσύ, Εύα, με πόνο να γεννάς τα παιδιά σου…»

Και ακουγόταν στα αυτιά σου παρωχημένο, ένα απομεινάρι παλιότερων σκληρών εποχών. Σαν η μητρότητα να ταυτιζόταν με την τιμωρία από έναν Θεό εκδικητικό και θυμωμένο.

Ανασήκωνες τους ώμους αδιάφορα σε αυτά τα «θα καταλάβεις…», που ξεφύτρωναν διαρκώς μπροστά σου, επενδυμένα με εκείνη την περίεργη χροιά στη φωνή.

Δεν σε αφορούσαν αυτά τα «θα καταλάβεις…»

Κάποτε γέννησες. Και πίστεψες πως με τον πόνο της γέννας είχες ξεμπερδέψει με τις οφειλές σου στη μοίρα. Μωρέ, να, πόνεσα κι εγώ, στιγμιαίο ήταν, δυνατός ο πόνος αλλά στιγμιαίος, γιατί τόσος ντόρος, γιατί τόση παραπληροφόρηση, γιατί το κάνανε τόσο μεγάλο θέμα;

Και μετά άρχισε.

Άρχισε ένας πόνος ακαθόριστος, πίσω ακριβώς από τον θώρακα, πάνω από το στομάχι. Τις πρώτες μέρες ήταν ήπιος, λίγο αόριστος και σου φάνηκε πως ήταν η ιδέα σου.

«Ό,τι και να’ ναι, θα περάσει» έλεγες στον εαυτό σου ενθαρρυντικά.

Είχες μεγάλες χαρές και είχες και μεγάλες φούριες με το φρέσκο μωρό, δεν προλάβαινες να δώσεις σημασία σε μικροπονάκια. Αλλά, καθώς το μωρό μεγάλωνε, μεγάλωνε και αυτός ο πόνος. Γινόταν σφίξιμο, γινόταν μάγκωμα, γινόταν άγριος και σου δάγκωνε τα σωθικά.

Έσκυβες πάνω από την κούνια, έβλεπες το μωρό που χαμογελούσε. Πω, πω, πως το αγαπούσες, τι ευτυχία, τι ευδαιμονία… Και μετά πετιόταν ο όφις μέσα από τον θώρακα σου και σου σφύριζε στα αυτιά:

«Πως είσαι σίγουρη πως θα χαμογελάει για πάντα;» και τότε διπλωνόσουν στα δύο από τον πόνο, γιατί, ναι, πως ήξερες στ’ αλήθεια πως θα χαμογελάει για πάντα;

Έσκυβες πάνω από την κούνια, έβλεπες το μωρό που πονούσε. Στράγγιζε από την αγωνία η καρδιά σου, το έπαιρνες αγκαλιά, το παρηγορούσες. Θα περνούσε ο κολικός, θα περνούσε ο πυρετός, θα περνούσε η μελανιά, θα περνούσε η πληγή του. Και τότε πετιόταν από το στήθος σου η αγωνία:

«Κι αν δεν περάσει;» και διπλωνόσουν στα δύο από τον πόνο.

Έσκυβες πάνω από το κρεβάτι του παιδιού σου’ έκλαιγε γιατί το είχαν πειράξει στο σχολείο. Συμβαίνουν αυτά -του έλεγες-, οι άνθρωποι πληγώνουν τους άλλους καμιά φορά -του έλεγες-, αλίμονο αν παίρναμε τα πειράγματα στα σοβαρά -του έλεγες-, κάποτε θα γελάς με όλα αυτά. Τέτοια του έλεγες, και μετά σκεφτόσουν:

Κι αν πάρει τα πειράγματα στα σοβαρά’ κι αν δεν τα ξεπεράσει; Και αν η ψυχή του δηλητηριαστεί;

Kαι διπλωνόσουν στα δύο από τον πόνο.

Διαβάστε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network