Είμαστε οι δυο μας. Λέει «θα τα πάμε μια χαρά», λέω «ανησυχεί». «Το πιστεύεις ότι θα τα καταφέρουμε, ε;» «Φυσικά και το πιστεύω», λέω -είναι μικρή αλλά δε φοβάμαι. Κάθε μεσημέρι περιμένει στη γωνία το σχολικό: πολύ αδύνατη, μακριά μαλλιά, τεράστια τσάντα. Μετά μαζί, παντού μαζί. Δουλεύουμε στο δρόμο για το ρεπορτάζ και το βράδυ εφημερίδα, κακόηχη αίθουσα με καπνό, άνθρωποι που καπνίζουν λαχανιασμένοι χτυπώντας γραφομηχανές. Όταν έρχεται ο διευθυντής κρύβομαι πίσω απ’ την πόρτα, δεν πρέπει να μάθει ότι δουλεύω κι εγώ εκεί.
Είμαι έξι. Είναι μόλις τριάντα. Έκοψε τα μαλλιά της κοντά, τελείως κοντά. Απορρυθμίστηκε, «ένα κορίτσι πρέπει να ξέρει που πάει ακόμη κι αν δε θυμάται το όνομα του». Έχουμε οικογένεια και τα μωρά ντυμένα σαν τις κούκλες μας. Εκείνη όλη την ώρα διαβάζει, μαγειρεύει, καπνίζει. Εγώ δεν τη φωνάζω πια με το όνομα της, μόνο μαμά. Μου υπαγορεύει κείμενα, χωρίς διορθώσεις. Μερικά πρωινά λέει, μην πας σχολείο, κάνε μου παρέα σήμερα. Δεν έχει βρει το δρόμο της ακόμη.
Μεγαλώνουμε χώρια. Μαθαίνουμε να κολυμπάμε, θα βρεθούμε στην εξέδρα. Παντρεύεται, πάλι. Της αρέσουν οι λεμονιές, τα τακτοποιημένα συρτάρια, τα κλειστά παραθυρόφυλλα, να περπατάει ξυπόλητη στο σπίτι χειμώνα-καλοκαίρι. Της αρέσουν οι γάμοι, να γελάει, να μιλάει με τον εαυτό της την ώρα που μαγειρεύει. Δεν της αρέσουν οι αποτυχίες. Φοβάται τις αρρώστιες, την κανονικότητα, τις δυσάρεστες συζητήσεις.
Προσπαθεί να είναι στα καλύτερά της. Αδύνατη, με μαλλιά που μακραίνουν και πάλι μετά από πολλά χρόνια. Στο δρόμο της λένε σ’ αγαπάμε, αλλά στην κανονική ζωή συνεχίζει να προσπαθεί σαν κουτσό, ανεπιθύμητο κουτάβι. Τι τα θες, υπολογίζει τον εαυτό της για ορφανό.
Μερικές μέρες με ήλιο, θυμάται πως είναι η ζωή που θες να τη ζήσεις, με παίρνει να βγούμε έξω. Κρέμεται από πάνω μου, με κρατάει και με τα δυο της χέρια, χέρια παιδιού δέκα χρονών, χέρια που τα κοιτάει και θυμάται πόσο δεν έμοιασε στη μάνα της. Μετά από λίγο παύει η κατατονία, γελάμε υστερικά στο δρόμο. Της χαϊδεύω το χεράκι, με ρωτάει «το πίστευες ότι θα τα καταφέρναμε, ε;».
Άλλες μέρες δε θέλει να μένει καθόλου μόνη. Όταν γράφει καθόμαστε δίπλα της, ένας ένας ή και όλοι μαζί, Μαριανίνα, Αλίκη, Άντα, Μαργαρίτα, φίλοι, περαστικοί- σαν παιδί που κάθεσαι δίπλα του για να διαβάσει. Μου λέει να μείνουμε μαζί. Δε γίνεται, είμαστε μεγάλες πια, εντάξει, ίσως για λίγο. Τα βράδια όταν κοιμόμαστε, εκείνη μιλάει στα τηλέφωνα. Εάν καθυστερούμε να επιστρέψουμε, στέλνει μηνύματα «Αγαπώ, φιλί». Δεν αντέχει ούτε τις αναμονές.
Στο δωμάτιο της, κουρτίνες κλειστές, και θα καπνίζει μισοξαπλωμένη ανάμεσα σε βιβλία. Αν μου πει να ανέβω στο κρεβάτι, σημαίνει αγάπες και όλα καλά. Αν ακούει Αλεξίου μόνη, σημαίνει πρέπει να μπω μέσα, και να καθίσω στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι, το πρόσωπο μου κοντά στο δικό της, η φωνή της ίσα ίσα που θα ακούγεται. Τις κανονικές μέρες γελάει και μιλάει ακατάπαυστα έως ότου να μη μπορεί να σκεφτεί άλλο. Στο τέλος λέει, «πες κάτι ευχάριστο», την παίρνει ο ύπνος.
Κακά νέα. «Το ‘χα δει όνειρο», της λέω. «Κι εγώ» λέει, «το ‘χα δει όνειρο για τη μάνα μου». Γύρισε από την Αμερική. Της είπαν είναι καλά. Θέλει να τη βγάζω έξω κάθε βράδυ. Προσπαθεί. «Είναι ωραία η ζωή» λέει, «αλλά όχι κάθε μέρα», και κλαίει και γελάει μαζί. Οι γιατροί τη φοβούνται. Κατάλαβαν. Όσο την πιέζουν τόσο το χειρότερο γι’ εκείνη. Ξέρω, νιώθει αδικημένη, κανείς δεν πρέπει να παθαίνει αυτό που φοβάται περισσότερο. Κάθομαι ήσυχη όπως όταν ήμουν μικρή στην εφημερίδα. Κάθομαι ήσυχη, σχεδόν αόρατη. Πες κάτι ευχάριστο, πες κάτι. Δεν έχω τίποτε ευχάριστο να πω, δεν έχω τίποτε να πω, άχρηστη είμαι.
Λέει να παντρευτείς, λέει μου μοιάζεις, κάνεις τα δικά μου λάθη, μαμά σαν όλες τις άλλες. Θέλει να δει την «Εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων» στην τηλεόραση τώρα, να πάω σπίτι στο μικρό, είναι αργά. Άρωμα λεμόνι, «αγαπώ πολύ, φιλί».
Κι όμως, θα μπορούσαμε να τα έχουμε καταφέρει. Τώρα πρέπει να κάψω τα ημερολόγια της, μην πάθω τίποτα και τα βρει κανείς.
(Η Μελίτα Κάραλη μίλησε δημόσια μόνο μια φορά για τη μητέρα της, με αυτό το κείμενο)
Διαβάστε επίσης:
Μάνα σημαίνει να εύχεσαι να ήσουν στη θέση του, όταν πονά