Επειδή για να τα πω, μάλλον θα περάσουν χρόνια, αποφάσισα να τα γράψω. Το ξέρω ότι τα χρόνια περνούν γρήγορα και δεν θέλω μια μέρα να γυρίσω να σε κοιτάξω και να μη σ’ αναγνωρίσω, όπως δεν θα ήθελα ποτέ ξανά να κοιτάξω τον καθρέφτη για ν’ αντικρίσω μια άγνωστη. Προτού φτάσουμε σε μιάμιση δεκαετία να καθόμαστε οι δυο μας μέσα σε μια άδεια φωλιά, με τα παιδιά να έχουν πια ανοίξει τα φτερά τους, σου γράφω αυτό το γράμμα…
…Γιατί όταν αυτή η φωλιά, μετά από χρόνια, φτάσει πια να έχει πολύ χώρο για δύο, δεν θέλω να τη νιώσω άδεια. Θέλω εμείς οι δύο να είμαστε αρκετοί.
Μα, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να κρατήσεις ζεστή την αγκαλιά σου, όταν κάθε φορά που την ανοίγεις, εγώ τρέχω βιαστικά να καθαρίσω ένα ματωμένο γόνατο ή να διώξω έναν εφιάλτη μες στο βράδυ.
…Γιατί πια τα πρωινά σπάνια ξυπνάμε μαζί και τα βράδια που ξαπλώνουμε μαζί είναι μετρημένα. Το ξέρω πως το χάραμα είναι η μόνη ώρα σου για εσένα, μα η δική μου είναι αργά το βράδυ. Και παρόλα αυτά, όταν σε βρίσκω στην κουζίνα το πρωί, τρέχω να ετοιμάσω τρεις ανθρώπους. Αντί να έρθω να χωθώ στην αγκαλιά σου έστω για δυο λεπτά, μου είναι ευκολότερο να σου απαντήσω -ψέματα- ότι κοιμήθηκα καλά. Κι ας ξέρω ότι αν σταθώ για δυο λεπτά, όλα θα γίνουν και τίποτα δεν θα μείνει πίσω.
Όταν καθόμαστε στο τραπέζι όλοι μαζί κι αρχίζεις να μου λες τα νέα σου ή εγώ τα δικά μου, σπάνια προλαβαίνουμε να ανταλλάξουμε πάνω από μια δυο προτάσεις. Μας διακόπτουν τα παιδιά κι εμείς σωπαίνουμε κι ακούμε, με αγάπη κι ενθουσιασμό, με τόσο ενδιαφέρον που σύντομα έχουμε ξεχάσει τα δικά μας. Θέλω όμως να ακούω τα νέα σου. Πώς γίνεται να περνούν τα εικοσιτετράωρα κι εγώ να μην έχω μοιραστεί μαζί σου τα μικρά θαύματα κάθε μέρας;
Σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί όταν, πριν χρόνια, μου είπαν να σκεφτώ έναν άνθρωπο που θαυμάζω για την τόλμη του, σκέφτηκα εσένα. Μα όταν χτίζεις μια φωλιά, έρχονται στιγμές που δεν θέλεις άλλη τόλμη, άλματα και στόχους. Έρχονται στιγμές που θέλεις μονάχα να στρώσεις γύρω σου μαξιλαράκια γιατί τρέμεις τις πτώσεις – τις δικές σου και των άλλων που είσαι υπεύθυνη γι’ αυτούς. Τις πιο πολλές φορές, τα βράδια που έχουμε ησυχία, είμαι τόσο κουρασμένη που είν’ ευκολότερο να κοιτάξω μια οθόνη παρά να συναντήσω το βλέμμα σου. Γιατί τότε θα θελήσω να μιλήσω. Να σου πω για τα μαξιλαράκια και τους φόβους μου.
Χαίρομαι που κάποιες φορές διαλέγω να βρω το βλέμμα σου. Γιατί όταν σου μιλάω μπορώ και να σ’ ακούσω.
Χαίρομαι που κάποιες φορές διαλέγω να βρω το βλέμμα σου και θέλω να το βρίσκω πιο συχνά. Γιατί όταν σου μιλάω, μου θυμίζεις πως μέσα μου ξέρω να φτιάχνω τα μαξιλαράκια μου, μόνη μου. Θέλει κι αυτό τόλμη, μου θυμίζεις. Κι έτσι βρίσκω μέσα μου εκείνο που μ’ έκανε κάποτε να σ’ αγαπήσω.
Ένα τέτοιο ήσυχο βράδυ αρκεί για να απλώσω το χέρι ξανά και να σ’ ακολουθήσω στο επόμενό σου άλμα. Γιατί μετά από χρόνια, θέλω εγώ κι εσύ να είμαστε αρκετοί. Θέλω να μπορώ να σου τραγουδάω:
«Τα ήσυχα βράδια / θα περνάει φωτισμένο / της ζωής μου το τρένο / που θα ’σαι μέσα κι εσύ».
Διαβάστε επίσης:
Αγαπητέ σύζυγε, το καπάκι της λεκάνης δεν κλείνει μόνο του και πολλά ακόμα