Όταν έχεις μικρό παιδί και μπαίνει «επί τάπητος» το θέμα του θανάτου, και μάλιστα του δικού σου θανάτου, τα πράγματα γίνονται ζόρικα. Δηλαδή, «πιο ζόρικα κι από ζόρικα».
Με τις απορίες και τα ερωτήματά του, το παιδί, αναζητά στο πρόσωπό σου ασφάλεια και βεβαιότητες. Ό,τι δηλαδή έχει περισσότερο ανάγκη σε αυτή την ηλικία.
Δεν υπάρχουν συνταγές, ούτε μπορεί να υποδειχθεί, εν είδει φαρμάκου, η ορθή αντίδραση σε τέτοια μείζονα θέματα. Αυτό που μπορεί ωστόσο να γίνει σαφές είναι ότι δεν θα πρέπει ο γονιός να έχει αντιδράσεις ανακόλουθες και ασύμβατες με την συνήθη συμπεριφορά του. Απέναντι στο παιδί του ο γονιός πρέπει να είναι αληθινός. Και στο ζήτημα του θανάτου θα πρέπει να απαντά ειλικρινά και πάντα αναλόγως με το προφίλ που έχει οικοδομήσει.
Κατά την άποψή μου, είναι πολύ χειρότερο να μας συλλάβει το παιδί ψευδόμενους, παρά να του δώσουμε «λάθος» απάντηση. Διότι, (γι αυτό αγαπάμε το The Mamagers…), μπορούν να «έχουν δίκιο» πολλές απόψεις και, κυρίως, μπορούν να έχουν δίκιο, που και που και «οι άλλοι», όχι μόνο εμείς.
Εξάλλου, πολύ πριν ερωτηθούμε για τέτοια θέματα όπως ο θάνατος, πολύ πριν έρθει το ζήτημα, με κάποια αφορμή, στην επικαιρότητα, το παιδί έχει καταγράψει αντιδράσεις μας απέναντι στις ανθρώπινες απώλειες, έχει πάρει ερεθίσματα από εξωτερικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα από τον κινηματογράφο, τις ειδήσεις κλπ, οπότε περίπου «ξέρει» ότι το θέμα δεν είναι απλό, ούτε βεβαίως ευχάριστο.
Ανήκω στην κατηγορία των μαμάδων που χαϊδεύουν τα παιδιά τους, αλλά όχι τα αυτιά των παιδιών τους. Έτσι λοιπόν η δική μου απάντηση στην, σχεδόν απαίτηση, του γιού μου (εξάχρονου τότε) να του υποσχεθώ ότι «δεν θα πεθάνω ποτέ», εντάσσεται σε αυτήν την «κατηγορία»: όχι ψέματα, όχι χάδια στ’ αυτιά.
Παρότι προέρχομαι από τον χώρο της χριστιανικής πίστης, είχα πάντα δυσανεξία απέναντι σε εκφράσεις όπως: «το πήρε ο Θεός το παιδάκι κοντά του για να το κάνει αγγελάκι»…
Και βέβαια θέλει πολλή δουλειά ώστε ο γονιός να βάλει στην ζωή του παιδιού του έννοιες όπως: Θεός, ελπίδα και όλα όσα δεν μπορεί να εξηγήσει με λόγια κανείς σε ένα πολύ μικρό παιδί. Μυστήρια εν πολλοίς που δεν αποτελούν «θεωρίες» αλλά βιώματα.
Βεβαίως, να σημειώσω, πως δεν εννοώ ότι υποχρεωτικά ο γονιός θα επιλέξει να εμφυσήσει στο παιδί του την έννοια της ύπαρξης του Θεού και την πίστη, μπορεί να θέλει να μιλήσει για την ανυπαρξία του ή ακόμη να θέλει να μιλήσει για άλλες θρησκείες ή να μην του πει τίποτα. Ό,τι και να επιλέξει, δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο. Η αντίληψη που θα καλλιεργηθεί στο παιδί είναι βέβαιο πως σχετίζεται και με όσα το παιδί βλέπει και ακούει ότι λέμε και πράττουμε όταν νομίζουμε ότι δεν μας παρακολουθεί.
Έτσι, για παράδειγμα, καταγράφει ότι αποδίδουμε την αιτία του θανάτου στον Θεό, όταν μας ακούει, μπροστά στην απώλεια, να αναφωνούμε: Θεέ μου γιατί; Και βεβαίως εισπράττει τον θάνατο ως κακό, ως κάτι που προκαλεί πόνο, όταν βλέπει, ακόμη και στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση τους ανθρώπους να κλαίνε μπροστά σε ένα τέτοιο γεγονός.
Πώς λοιπόν θα ισχυριστούμε ότι μέσα σε αυτόν τον πόνο ενυπάρχει ο Θεός, που στις περισσότερες πίστεις είναι συνώνυμο του αγαθού;
Μεγάλο ζόρι…
Στην προσπάθεια να απαντήσω ειλικρινά στο, εξάχρονο τότε, παιδί μου χωρίς να του δημιουργήσω ούτε αυταπάτες ούτε ανασφάλειες, αξιολόγησα τι με ενδιαφέρει περισσότερο στην σχέση μου μαζί του: μια προσωρινή παρηγοριά ή να οικοδομήσουμε μεταξύ μας εμπιστοσύνη;
Επέλεξα το δεύτερο και το τηρώ ακόμη.
Έτσι η απάντηση ήταν: Θα πεθάνω, όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουμε. Θα πεθάνω, αλλά σου υπόσχομαι να προσπαθήσω να πεθάνω πολύ πολύ γριά, όταν πια δεν θα με έχεις τόσο ανάγκη, όταν θα έχεις δικά σου παιδιά και δική σου οικογένεια. Θα πεθάνω, αλλά από όπου κι αν βρίσκομαι, θα σ’ αγαπώ και θα σε φροντίζω.
Το υποσχέθηκα και… έκοψα το κάπνισμα. Κάτι έπρεπε να κάνω η μάνα για να τηρήσω την υπόσχεσή μου.
Γράφει η Ελένη Λιντζαροπούλου, Θεολόγος – ποιήτρια