Σε μία περίπτωση ο άνθρωπος χαίρεται που είναι δεύτερος – όταν πρώτος είναι το παιδί του

Από μικρή που ήταν της άρεσε, να προσπαθεί να δει πίσω από το προφανές, να βρει τις αιτίες, να καταλάβει, να παρατηρήσει, να σκάβει μέσα στους ανθρώπους. Το ένιωθες στα μάτια της, που κοίταζαν στο κενό πράγματα που δεν έβλεπες. Στα διαλείμματα έπαιζε ή μιλούσε με τα άλλα παιδιά, και κάποιες στιγμές χανόταν παρατηρώντας ένα περαστικό πίσω από τα κάγκελα. Τα μεσημέρια ερχόταν και μου μιλούσε για ανθρώπους που συναντούσε με τα μάτια, για περίεργα ρούχα, για έναν που κρατούσε ένα ύποπτο σακούλι, μια κυρία με ένα σκυλάκι με φιόγκο στην ουρά, έναν τύπο αλλόκοτο που έπαιζε φυσαρμόνικα σε ένα φανταστικό κοινό. Δεν ήξερα αν τα βγάζει από το μυαλό της όλα αυτά, ή αν συνέβησαν στην πραγματικότητα, γιατί τα περιέγραφε τόσο παραστατικά, με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που μπερδευόσουν.

Είχα ανησυχήσει με τούτο το περίεργο παιδί μου, που ήταν δεν ήταν 8 ετών. Μέχρι που μια δασκάλα, από αυτές που θυμόμαστε μέχρι να γεράσουμε, μου είπε «να μην φοβάσαι τη φαντασία της, αυτή την οδηγεί. Δώσε της χαρτί και μολύβι και άστην να καλπάσει».

Έφτασε έκτη δημοτικού γράφοντας και μουτζουρώνοντας και όταν της πήραμε δώρο ένα laptop άκουγες διαρκώς το «τσικ τσικ» του πληκτρολογίου και φανταζόσουν αυτά τα μικρά δαχτυλάκια να αγγίζουν τα γράμματα, και να συνθέτουν λέξεις, και μετά προτάσεις και μετά εικόνες ατελείωτες, και διαπιστώσεις και ερωτηματικά και συναισθήματα. Δεν με άφηνε να δω αυτά που έγραφε. Η μόνη ιδέα που είχα ήταν από τις εκθέσεις της που συνήθως τις διάβαζε η δασκάλα στην τάξη φωναχτά.
Στα μέσα της χρονιάς έγινε ένας διαγωνισμός έκθεσης στο σχολείο και η καλύτερη θα δημοσιευόταν στην σχολική εφημερίδα (μεγάλο πράγμα, όχι αστεία). «Θα πάρεις μέρος στο διαγωνισμό;» τη ρώτησα δειλά. «Δεν ξέρω» είπε και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Πίσω από την κλειστή πόρτα «τσίκι τσίκι» τα δαχτυλάκια είχαν πάρει φωτιά.
Κάθε μέρα και μέχρι τη λήξη της προσθεσμίας για την υποβολή συμμετοχής, κλεινόταν στο δωμάτιό της αφήνοντάς με κυριολεκτικά και μεταφορικά, απέξω. Σκέφτηκα πως δεν είχε καταφέρει τελικά να γράψει κάτι όπως ακριβώς το είχε φανταστεί και ήξερα καλά πως δεν θα συμβιβαζόταν ποτέ με κάτι που δεν την ικανοποιούσε. Δεν συζήτησε λοιπόν ξανά για το θέμα και δεν το επανέφερα κι εγώ για να μη νιώσει κάποιου είδους πίεση από μέρους μου.

Ένα μήνα μετά

Θυμάμαι ακόμη εκείνο το πρωινό, που η κόρη μου γύρισε σπίτι με έναν κλειστό φάκελο στο χέρι και μου έδωσε μια πρόσκληση για τη τελετή βράβευσης του διαγωνισμού έκθεσης. Θυμάμαι την έκπληξή μου, την απορία και την ανησυχία μου γιατί δεν μου το είχε πει, την χαρά μου που τελικά έλαβε μέρος και πήρε το πρώτο βραβείο σε κάτι που πάντα αγαπούσε και είναι τόσο σημαντικό γι’ αυτήν.

Θυμάμαι τη κόρη μου, λίγο πριν βγει στη σκηνή να ανοίγει δειλά τη κουρτίνα, να βγάζει το κεφαλάκι της, να σαρώνει με τα μάτια της όλο το χώρο και μόλις με εντοπίζει, να μου χαμογελά και να μου κλείνει το μάτι.

Θυμάμαι τη συγκίνησή μου… τη συγκίνηση που έχει κάθε μάνα όταν το παιδί της στέκεται μικροσκοπικό στη μέση μιας μεγάλης σκηνής, με τρεμάμενη φωνή, αμήχανο βλέμμα αλλά και μια αδιόρατη περηφάνια για τις μικρές – μεγάλες του επιτυχίες.

Και κυρίως, θυμάμαι το μετά… Θυμάμαι μαμάδες που δεν γνώριζα, να έρχονται προς το μέρος μου μετά τη λήξη της τελετής και να με ρωτούν αν είμαι η μαμά της Μελίνας για να μου δώσουν συγχαρητήρια.

Και ξαφνικά, συνειδητοποίησα πως καμιά άλλη φορά, ποτέ ξανά, δεν είχα νιώσει τόση περηφάνια όση εκείνη τη στιγμή. Κι ας μην γνώριζαν το όνομά μου. Γνώριζαν το παιδί μου.

Είμαι η μαμά της Μελίνας. Κι αυτή, ήταν η καλύτερη ταυτότητα που είχα ποτέ.

Γράφει η Αποστολία Καζάζη

Διαβάστε επίσης:
Δεν μαγειρεύω πάντα τέλεια και δεν σιδερώνω, αλλά σ’ αγαπώ μέχρι τον ουρανό
Στο παιδί σου αξίζει ο καλύτερος εαυτός σου, όχι ό,τι έχει απομείνει από σένα

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network