Οι υγρές μέρες του Νοέμβρη σε κάνουν και μελαγχολείς. Είναι ο τελευταίος μήνας της χρονιάς, αυτός, όχι ο Δεκέμβρης που είναι η χαραυγή του νέου έτους. Ο Νοέμβρης είναι κουρασμένος, φορτωμένος από τις χαρές και τις λύπες όλου του χρόνου. Είναι ο μήνας που η μητρότητα βουλιάζει, μετά απ’το γλέντι του Καλοκαιριού, μετά το τρεχαλητό του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη. Σχολεία, φροντιστήρια, ωράρια, προγράμματα.
Ο Νοέμβρης έχει τη θλίψη των άδειων πάρκων, των σιωπηλών γηπέδων μπάσκετ, των έρημων ποδηλατοδρόμων.
Είναι ο μήνας που κατεβαίνουν τα χειμωνιάτικα και μετράς τα παιδιά από τα ρούχα τους:
Πόσο ψήλωσαν, πόσο πάχυναν, πόσο μεγάλωσαν σε έναν χρόνο.
Είναι ο μήνας που ανοίγεις τα άλμπουμ: του γάμου, των γεννήσεων, των βαπτίσεων, των γενεθλίων. Έξω βρέχει, χαζεύεις τις φωτογραφίες, ψάχνεις τις αλλαγές στο πρόσωπό σου. Βλέπεις το ξέγνοιαστο βλέμμα που είχες στα πρώτα τους γενέθλια. Ξεκούραστο ακόμη και φωτεινό, ανυποψίαστο για τον όγκο της έγνοιας που σε περίμενε. Και, καθώς συνεχίζει και βρέχει, ξυπνάει η νοσταλγία μέσα σου.
Και μετράς και τους μήνες και τα χρόνια και τις νίκες και τις ματαιώσεις.
Ποιος να το’λεγε πως η μικρή θα παρατούσε το μπαλέτο. Τόσο πήγαινε-έλα. Τόσο περίμενε έξω από την αίθουσα χορού. Τόσο τούλι. Τόσους κότσους της έφτιαξες. Που να το’ξερες όταν έβγαζες αυτή τη φωτογραφία.
Και που να το φανταζόσουν πως θα γινόταν τόσο ανεξάρτητη και δυναμική τελικά, που όταν πήγε στον παιδικό έκλαιγε τρεις βδομάδες. Όλο ελάτε και ελάτε, το παιδί κλαίει και σας ζητάει, ήταν η νηπιαγωγός στο τηλέφωνο. Κι εδώ στη φωτογραφία ζαρωμένα είναι τα μουτράκια της από το κλάμα. Και τώρα… Τώρα χάνεται από το σπίτι για ώρες και όταν την παίρνεις τηλέφωνο σου λέει:
– Με κουράζεις, βρε, μαμά! αλλά κατά βάθος την καμαρώνεις για τον τσαμπουκά της.
Την καμαρώνεις.
Πω-πω, η φωτογραφία της γέννας! Χάλια μαλλί, κολλημένο από τον ιδρώτα, αλλά ωραίο δέρμα, εμ, ωραίο δέρμα είχες, αφού ήσουν μόνο τριάντα. Και ωραίο νυχτικό και ωραίο στήθος. Κι ο μικρός στο στήθος σου σαν μεγάλο παιδί, σαν τριών μηνών ενώ ήταν νεογέννητος, πολύ ώριμος. Οι νοσοκόμες είχαν να το λένε, αμέσως, έπιασε τη θηλή, ο άτιμος, δε σε κούρασε καθόλου.
Ααα, το πάρτι της αποφοίτησης από το Δημοτικό. Χα, χα, δες ύφος ο μικρός. Χα, χα, φορούσε και πουκάμισο για πρώτη φορά και το’παιζε τζέντλεμαν στις συμμαθήτριες. Κούκλος! Και εσύ καλά φαίνεσαι, δεν φαίνεσαι κι άσχημα. Είχες κολικό νεφρού και σηκώθηκες και πήγες. Πως θα ένιωθε το παιδί αν δεν πήγαινες; Κατάπιες όλα τα σπασμο- αποτέλ και πήγες στο πάρτι. Μία φορά τελειώνει το Δημοτικό ένα παιδί, μόνο του θα το άφηνες; Ευτυχώς που πήγες. Κι ούτε που σου φαίνεται στη φωτογραφία ο κολικός ή το ξεκούμπωτο παντελόνι κάτω από την μπλούζα. Ούτε να κουμπώσεις το παντελόνι δεν άντεχες, μαχαιριά στη μέση ο πόνος.
Ο Νοέμβρης σε κάνει να μελαγχολείς.
Έξω βρέχει, εσύ κοιτάς φωτογραφίες, κρεμάς στις ντουλάπες τα χειμωνιάτικα.
Κι όταν αστράφτει, είναι σαν να βλέπεις καθαρά όλα τα λάθη σου.
Τι στο καλό δεν την άφησες να πάει στη Ρώμη με το σχολείο; Ακόμη στο χτυπάει. Τι θα πάθαινε; Πήγαν, ήρθαν οι άλλες, η δική σου μόνο έμεινε. Τι στο καλό δεν την άφηνες, ακόμη στο χτυπάει…
Και στον άλλον, όλο μη χτυπήσεις και μη χτυπήσεις, έκοψε το τάεκβοντο απ’τον δικό σου τον φόβο, μισή αυτοάμυνα έμαθε. Και τώρα τρέμεις όταν γυρίζει αργά τις νύχτες.
Αστράφτει και βλέπεις τα λάθη σου.
Βροντάει και βγαίνει ο θυμός σου. Πώς τόλμησε να σου μιλήσει έτσι ο μικρός, μάνα είσαι, θα πεις και μία κουβέντα, θα δώσεις και μία συμβουλή. Πώς τόλμησε και σου μίλησε έτσι… Θα ‘ χει μπλέξει με καμιά, στα σίγουρα, πρώτη φορά σου μίλησε έτσι. Κι αυτός ο Γιώργος, πλακάκια με τον γιο, μία φορά το μέρος σου δεν πήρε!
Τις βρεγμένες μέρες του Νοέμβρη τακτοποιείς και πετάς τα άχρηστα. Εκατό τεύχη του «Ευκλείδη» είχε αγοράσει η μεγάλη, δεκατρία έγραψε στις Πανελλήνιες. Γερή να’ ναι, γερή, ευτυχώς που πέρασε κι εκεί. Μωρέ γερή να ‘ναι, σκασίλα σου το Πολυτεχνείο, εκατό τεύχη του Ευκλείδη στην ανακύκλωση. Είναι Νοέμβρης και πετάς τα άχρηστα, και τις προσδοκίες και τα κρυφά σου όνειρα, μωρέ, γερή να’ ναι…
Οι υγρές νύχτες του Νοέμβρη σε μελαγχολούν. Βλέπεις στο βρεγμένο τζάμι το πρόσωπό σου, έτσι όπως κοιτάς κάτω στο δρόμο, αν φάνηκαν τα αυτοκίνητά τους. Βλέπεις το πρόσωπό σου ξαφνικά γερασμένο. Σκαμμένο από χαρές και από πίκρες. Χαραγμένο από όμορφες στιγμές. Χαραγμένο από δύσκολες στιγμές. Το είπε η αισθητικός σου: κι οι στεναχώριες και οι χαρές τις ίδιες ρυτίδες κάνουν.
Αχ, και νιώθεις πως βουλιάζεις. Ο Νοέμβρης στο κάνει αυτό.
Νιώθεις πως δεν αντέχεις άλλη χαρά κι άλλη λύπη, έτσι όπως τακτοποιείς τα χειμωνιάτικα των παιδιών στις ντουλάπες.
Την ώρα που βρέχει. Την ώρα που πετάς τα άχρηστα και μετράς τα όνειρά σου. Αυτά που διαψεύστηκαν ή εκείνα που, σαν από θαύμα, επαληθεύτηκαν. Που να φανταζόσουν πόση αγάπη θα έδινες, πόση αγάπη είχες, πόσο κουράγιο γέννησες, πόση αγάπη γεύτηκες…
Οι βροχερές νύχτες του Νοέμβρη σε κάνουν να μετράς τις αντοχές σου. Την ώρα που τα περιμένεις, μεγάλα πια, και ξέρεις πως όπου να’ ναι θα φύγουν, δεν είναι πλέον παιδιά.
Θα φύγουν.
Για την καινούργια τους ζωή.
Και εσύ δεν θα τακτοποιείς τα χειμωνιάτικα στις ντουλάπες.
Θα είσαι Νοέμβρης, θα βρέχει, θα έχεις τη θλίψη των άδειων πάρκων, των σιωπηλών γηπέδων μπάσκετ, των έρημων ποδηλατοδρόμων.
Έτσι συμβαίνει. Υπάρχει πάντα λίγη θλίψη πριν την χαραυγή. Υπάρχει ένας Νοέμβρης πριν από κάθε γιορτινή αρχή.