Από μικρή είχα την συνήθεια να κρατώ ημερολόγιο. Η καταγραφή της ημέρας λειτουργούσε επουλωτικά στον ψυχισμό μου, μπορούσα με τον τρόπο αυτό να διαχειρίζομαι τις απώλειες και τις απογοητεύσεις. Στο τέλος κάθε χρονιάς έσχιζα τελετουργικά το τετράδιο και αποφάσιζα πως δεν θα ξαναγράψω ούτε γραμμή · απόφαση που την αναιρούσα την επόμενη μέρα. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μέχρι που γέννησα το πρώτο μου παιδί.
Το ημερολόγιο, τότε, εμπλουτίστηκε με διάφορες νέες πληροφορίες: πόσες φορές είχε κολικό το μωρό, πόσες φορές ρεύτηκε, πόσα γραμμάρια έφαγε, πόσες φορές έκλαψε, πόσες ώρες κοιμήθηκε, πόσες φορές χαμογέλασε… Επιπρόσθετα, κατέγραφα την καινούργια, συναρπαστική, εμπειρία της μητρότητας. Την αρχική αίσθηση παντοδυναμίας μετά τον τοκετό, την ευφορία και ευδαιμονία που μου προκαλούσε το γεγονός ότι έφερα «μια καινούργια ζωή» στον κόσμο, τα ατελείωτα άγχη της πρωτοτόκου (μήπως δεν το τάισα αρκετά;), τις φρεσκογεννημένες φοβίες (τι θα κάνω αν αρρωστήσει;) και την τρομερή αίσθηση ευθύνης που ερχόταν πακέτο με το νέο μωρό.
Ακούγεται αστείο αλλά τις πρώτες εκείνες μέρες, αντλούσα ευχαρίστηση από το να καταγράφω τα πάντα- αφού η υποχρεωτική παραμονή μου στο σπίτι τον καιρό της πρώιμης λοχείας δεν μου άφηνε περιθώρια για άλλες εμπειρίες. Σιγά- σιγά όμως, καθώς άρχισε να εγκαθίσταται μία ρουτίνα, το ημερολόγιο, πέρα από την καταγραφή των πρώτων οροσήμων στην ανάπτυξη του μωρού (πότε έφαγε με κουτάλι, πότε πρωτοκάθισε, πότε μπουσούλησε, πότε πρωτομίλησε, κλπ), μετατράπηκε σε «τετράδιο γκρίνιας», με το οποίο προσπαθούσα να αποσυμπιεστώ από τις διάφορες απογοητεύσεις μου ή να βρω τις αιτίες για τα «ελλείμματα» που έβρισκα στον μητρικό μου ρόλο. Γιατί το μωρό είχε εκρήξεις θυμού; Ή, γιατί έκανε πείσματα; Γιατί ξυπνούσε πέντε φορές μέσα στη νύχτα; Πού έφταιγα, τι έπρεπε να αλλάξω; Τέτοια πράγματα…
Tο ένα μωρό διαδεχόταν το άλλο και τα ημερολόγια αυξάνονταν σε σελίδες αλλά και σε… αυτομαστίγωμα.
Τα χρόνια περνούσαν και ένα ωραίο πρωί συνειδητοποίησα πως είχα πια χάσει τη χαρά του ημερολογίου. Είχα σταματήσει πια να γράφω τις όμορφες στιγμές της μητρότητας και το χρησιμοποιούσα μόνο σαν σκουπιδοτενεκέ του ψυχισμού μου. Το παράτησα λοιπόν.
Μετά από χρόνια, κατέφυγα πάλι σε αυτό. Όμως, αντί να καταγράφω τις δυσκολίες της καθημερινότητας, αποφάσισα να συλλέγω τα θετικά γεγονότα της ημέρας- ακόμη κι αν ήταν ασήμαντα-, αποφεύγοντας με μαεστρία να αναφερθώ στα δυσάρεστα.
Ήταν σαν να κρατούσα λογιστικά βιβλία όπου υπήρχε μόνο η στήλη των «εσόδων» και όχι των εξόδων. Ή αν θέλετε, σαν να φορούσα ροζ γυαλιά. Η αλήθεια είναι πως επειδή η φάση που περνούσα ήταν δύσκολη, δεν μπορούσα πολλές φορές να βρω παρά ένα – δύο θετικά γεγονότα μέσα στην ημέρα, τα οποία μάλιστα ήταν και καθαρά πρακτικής φύσεως. Για παράδειγμα, επειδή δεν ήθελα να γράψω πως έστησα καυγά με τον γιο μου, έγραφα:
«Έβαλε τα λερωμένα του ρούχα στο καλάθι με τα άπλυτα αντί να τα πετάξει στο πάτωμα». Πολλές φορές η καταγραφή των θετικών σημείων της ημέρας τέλειωνε σε μία μόνο πρόταση! Μ’αυτόν τον τρόπο, όμως, άρχισα να εξασκούμαι στο ν’αναγνωρίζω εκ νέου τις ωραίες στιγμές, αφήνοντας «να πάνε στο καλό» οι άσχημες.
Αυτό με γέμιζε με μία αισιοδοξία που στην αρχή ήταν λίγο αστεία, ή και λίγο κούφια, αλλά με τον καιρό έγινε ουσιαστική και συμπαγής.
Οι μέρες περνούσαν και αυτό το ημερολόγιο ευγνωμοσύνης γέμιζε όλο και με πιο πολλές σελίδες. Έγραφα: «Το μωρό κοιμήθηκε όλη τη νύχτα!» αντί να γράψω πως με είχε ξεπατώσει στο κλάμα για τρεις ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έγραφα πως ο άντρας μου τάισε με επιτυχία το παιδί, αντί να γράψω πως είχε ξεχάσει να αγοράσει πάνες. Έγραφα πως η μικρή μου κόρη ντύθηκε με χαμόγελο για να πάει στον παιδικό σταθμό, αντί να γράψω πως είχε πετάξει το φαγητό στο πάτωμα σε μία έκρηξη θυμού. Είναι περίεργο, αλλά από τις ασημαντότητες που κατέγραφα αρχικά, άρχισα να βρίσκω όλο και περισσότερα ουσιαστικά πράγματα για τα οποία έπρεπε να νιώθω ευγνωμοσύνη. Ok, είχαν κάνει σαράντα πυρετό και τα τρία ταυτόχρονα, αλλά εγώ έγραφα: «Τι καλά που δεν πήγαμε στο νοσοκομείο!»
«Πόσο ζεστά με είχαν αγκαλιάσει πριν κοιμηθούν το βράδυ…»
«Πόσο ευγενικά παιδιά ήταν με τους…ξένους».
«Τι ωραία που διαχειρίστηκα την τάδε κρίση…»
Ακόμη και όταν η ζωή μας φάνταζε χαώδης, έβρισκα τα θετικά σημεία και κρατιόμουν γερά από εκεί.
Ευγνωμοσύνη που είχα καταφέρει να μην μου αντιμιλάνε τα παιδιά πάνω στη συζήτηση.
Μετά, ευγνωμοσύνη που δεν κάναμε καυγά, όπως παλιότερα.
Μετά, ευγνωμοσύνη που όχι μόνο δεν κάναμε καυγά αλλά καταφέραμε να συνεργαστούμε οικογενειακώς με αρμονία για να πετύχουμε κάτι.
Ευγνωμοσύνη που περπατούσαμε πάνω στη γη.
Ευγνωμοσύνη που είχαμε φαγητό, νερό, θέρμανση.
Ευγνωμοσύνη που ήμαστε αρτιμελείς.
Ευγνωμοσύνη που είχα αξιωθεί να γίνω μητέρα – και ας τα θαλάσσωνα πάρα, πάρα πολλές φορές.
Με τον τρόπο αυτό δεν ελαττώθηκαν τα προβλήματα, αλλά άλλαξε κατά πολύ η διαχείρισή τους. Οι κρίσεις λύνονταν πιο εύκολα, η ένταση υποχωρούσε (και μέσα μας και απέξω μας), η γκρίνια μειωνόταν, η αισιοδοξία αυξανόταν.
Πλέον η καταγραφή γίνεται νοερά και ασυνείδητα. Δεν χρειάζεται να γράψω τα θετικά της ζωής μας. Τα αναγνωρίζω με το που ξυπνώ. Τα κρατώ μέσα μου σαν πυξίδα. Τα αφήνω να με οδηγήσουν εκεί που πρέπει: στη γαλήνη, στη χαρά, στη δύναμη.
Και το θαύμα είναι πως όσο πιο πολύ επικεντρώνεσαι στα θετικά κι όμορφα της ζωής, τόσο πιο εκθετικά αυξάνονται. Τόσο πιο πολύ πολλαπλασιάζονται.
Μάλλον υπήρχαν πάντα εκεί γύρω σου, εκεί δίπλα σου, αλλά μόνο όταν φόρεσες τα ροζ γυαλιά σου κατάφερες να τα «δεις». Να τα αναγνωρίσεις και να αφεθείς στη χαρά τους …