Χειροκροτήματα.
Η «γιορτή» μας ξεκινάει.
Άγχος αν όλα πάνε καλά κι ενθουσιασμός να τον μοιραζόμαστε όλοι στην αίθουσα: παιδιά, γονείς και δάσκαλοι.
Μοιάζουν όλα τόσο μακρινά, έχουν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από τότε. Βλέπω τα παιδιά να ανεβοκατεβαίνουν στη σκηνή, να διαβάζουν το χρονικό, να λένε τα ποιήματά τους.
Σκέφτομαι πως οι καιροί αλλάζουν. Μετρώ πόσες γιορτές, πόσα λόγια και πόσο έχει αμφισβητηθεί η κληρονομιά του Πολυτεχνείου.
Η φωνή του φοιτητή να συμπληρώνει τα κενά ανάμεσα στα ποιήματα και τις σκέψεις μου.
– Αδέλφια μας στρατιώτες.
Το σύμβολο που θα έπρεπε να ενώνει, μεταμορφώνεται μπροστά μου σε μνήμη που διχάζει. Μέσα στα αυτιά μου κάποιοι παίζουν με τις λέξεις:
– Τι να την κάνεις την ελευθερία χωρίς ψωμί και πόσο μπορεί να σταθεί μια Δημοκρατία χωρίς ουσιαστική παιδεία;
Κι έπειτα τα παιδιά που τραγουδούσαν:
«Λαχτάρησα μια χώρα,
γυρεύω ένα νησί,
που οι άνθρωποι να λένε,
ό,τι μου λες κι εσύ».
Με τις φωνές των παιδιών γυρνώ πίσω σε εκείνη την νύχτα.
Εφτά χρονών και παραξενευόμουν που ο πατέρας μου έκλαιγε.
Με το ραδιόφωνο μετά βίας να ακούγεται. Και όχι. Δεν ακούγονταν οι συνηθισμένες εκπομπές με δημοτικά κι εμβατήρια ή μεταδόσεις ποδοσφαίρου, αλλά φωνές και σφαίρες να έρχονται από το πουθενά και να σημαδεύουν τους πάντες.
Έκλαιγα κι εγώ, χωρίς να μπορώ να βρω γιατί και με έβαλαν με το ζόρι για ύπνο.
Εκείνη την νύχτα.
Φοβόμουν ότι το κακό θα έρθει και θα τρυπώσει μες στο σπίτι μου.
Χειροκροτήματα.
Μοιάζουν όλα τόσο μακρινά, έχουν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από τότε.