Α’ μέρος
Είχα ρυθμίσει τα πάντα στην εντέλεια. Τούρτα με μικρά ροζ τριανταφυλλάκια, σε γεύση που συνήθως ξετρελαίνει τα παιδιά. Φράουλα με σοκολάτα! Είχα γεμίσει το σαλόνι με μπαλόνια και είχα κρεμάσει στο ταβάνι μια πολύχρωμη γιρλάντα που έγραφε: «Μόλις δύο χρονών, αλλά ήδη υπέροχη».
Ο Γιάννης μου είχε δώσει συγχαρητήρια για την πρωτοτυπία. Τον έβλεπα που καμάρωνε με την Νάντια αγκαλιά, που την είχα επίτηδες ντύσει για να είναι ασορτί με την τούρτα! Φόρεμα από μουσελίνα, με τριαντάφυλλα από φούξια κλωστή στην άκρη του τελειώματος, φούξια παπουτσάκια σαν μπαλαρίνες χορεύτριας. Υπέροχη. Την κοίταζα και αναρωτιόμουνα αν υπήρχε άλλο, πιο χαριτωμένο παιδί σε αυτή την πόλη. Όμορφη σαν νεράιδα, απόμακρη σαν αυστηρή βασίλισσα. Μοιραία. Ήδη από τα δύο της χρόνια!
Η μάνα μου, συγκινημένη, έφτασε να βάλει τα κλάματα, όταν είδε τη μικρή στολισμένη. «Έλα, βρε, μαμά» της είπα ψευτοαυστηρά, «γενέθλια γιορτάζουμε!». Είχε καταφτάσει το ίδιο πρωί από τη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας ακόμη και μακεδονίτικη πίτα φτιαγμένη από τα χέρια της. Για χάρη της εγγονής της, εννοείται. «Δεν το πιστεύω πόσο μεγάλωσε σε πέντε μήνες…» έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου, φτύνοντας την τρυφερά «για να φύγει το μάτι».
«Στο τέλος θα την ματιάσεις εσύ!» την κατακεραύνωσα για να σταματήσει όλες αυτές τις γραφικότητες.
«Και όμως… Μου φαίνεται ματιασμένο, το πουλάκι μου. Δες το, σαν χαμένο το βλέμμα του».
Ο Γιάννης με κρυφοκοίταξε ειρωνικά.
«Σε κατάλαβε πως είσαι Θεσσαλονικιά και σε σνομπάρει, πεθερούλα μου» την πείραξε.
Μετά το κουδούνι άρχισε να χτυπάει απανωτά. Ήρθαν όλοι! Καμία ακύρωση. Μόνο παρουσίες. Μικροί φασαριόζικοι καλεσμένοι κατέκλυσαν το σπίτι. Μαζί με τις μαμάδες τους, εννοείται. Δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή πως όλες μας -η παλιά τρομερή παρέα των έξι- είχαμε κάνει την ίδια εποχή τα παιδιά μας. Όταν είδα τα μικρά μαζεμένα στο σαλόνι του σπιτιού, στην ίδια πάνω-κάτω ηλικία, στο ίδιο πάνω-κάτω ύψος, άρχισα να γελάω.
«Η μητρότητα είναι κολλητική! Θυμόσαστε που αποφεύγαμε τα παιδιά, όπως ο διάολος το λιβάνι; Που να φανταζόμασταν την κατάληξη…»
«Η Νίκη μας πήρε στο λαιμό της! Αυτή ενέδωσε πρώτη σε εγκυμοσύνη» πέταξε η Ρίτα.
Η Νίκη που προσπαθούσε να συγκρατήσει των είκοσι μηνών γιο της από μια επικίνδυνη πτώση από τον καναπέ είπε:
«Ας μην με μιμείστε, παντού και πάντα! Καλά να πάθετε, ζηλιάρες!»
Αρχίσαμε να γελάμε. Ο Γιάννης, ο μοναδικός άντρας ανάμεσά μας, κρατούσε ακόμη, σαν κούκλα, την κόρη μας αγκαλιά.
«Εντάξει, πατέρα! Καταλάβαμε πως είσαι ο πατέρας αυτή της μικρής θεάς. Φέρτην και σε μας να τη ζουλήξουμε. Είναι για φάγωμα, το κουφετάκι» είπε η Θάλεια που είχε γεννήσει δύο δίδυμα αγόρια, πολύ ζόρικα, αν έκρινα από την κακοποίηση των επίπλων μου από τα τρυφερά τους χεράκια, εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Αγόρια, σκέφτηκα με μια δόση υποτίμησης. Όλες οι υπόλοιπες -με εξαίρεση τη Μάρη που είχε μια κορούλα έξι μήνες μικρότερη από τη δικιά μας- είχαν λάβει προφανώς το σερνικοβότανο. Τα αγοράκια περπατούσαν και φωνασκούσαν σαν άτακτα κουτάβια. Ο μικρός της Ρίτας ήρθε και με έπιασε από το χέρι και μου είπε καθαρά και ξάστερα: «Θέλω τούρτα τώρα!» Η ομήγυρη έβαλε τα γέλια.
Ξαφνικά, ενώ έμπηγα βιαστικά τα δύο κεράκια στην τούρτα της μικρής, κατακλύστηκα από μια ξαφνική διαπίστωση.
Όλο αυτό το παιδομάνι στο σαλόνι, φαινόταν διαφορετικό στις αντιδράσεις από την Νάντια. Ο μικρός της Ρίτας μιλούσε σχεδόν σαν μεγάλος, μπορούσε να εκφράσει σχεδόν το «θέλω» του! Ακόμη κι αν αυτό περιοριζόταν σε ένα κομμάτι τούρτας. Η κόρη της Μάρης αλώνιζε πέρα-δώθε με μια άνεση που η Νάντια δεν διέθετε, αν και μισό χρόνο μεγαλύτερή της.
Άναψα τα κεριά και κατευθύνθηκα στο σαλόνι, με την καρδιά μου μαγκωμένη. Η ιδέα μου θα είναι, σκέφτηκα. Ωστόσο, το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε βασανιστικά για μένα. Αντί να απολαμβάνω τα γενέθλια, παρατηρούσα τα παιδιά. Όσο πιο αντικειμενικά μπορούσα.
Η Νάντια ήταν στον κόσμο της. Η τούρτα δεν της είχε κάνει καμία εντύπωση. Για την ακρίβεια, δεν είχε καν εστιάσει τα μάτια της πάνω στα κεριά, ενώ όλα τα άλλα φαινόταν μαγνητισμένα, είχαν πλησιάσει με ενδιαφέρον, μερικά από αυτά δε, προσπαθούσαν να τα φυσήξουν αντί για αυτή! Η κόρη μου ήταν κρεμασμένη στο μπράτσο του πατέρα της λίγο απαθής. Πήγα και ακούμπησα το μέτωπό της – ίσως ανέβαζε πυρετό.
Ήταν δροσερή. Κάτι όμως με ανησυχούσε. Ή για να είμαι πιο ακριβής με τρόμαζε. Ήδη από καιρό είχα παρατηρήσει κάποιες αλλαγές στο παιδί. Ενώ είχε καταφέρει να μιλήσει σχετικά νωρίς -ήδη από τους έντεκα μήνες φώναζε «μπαμπά»!– σιγά-σιγά απέφευγε να μιλάει. Το λεξιλόγιο της είχε παραμείνει σταθερό. Δύο-τρεις λεξούλες και τίποτα παραπάνω. Τους τελευταίους μήνες δεν χρησιμοποιούσε ούτε καν αυτές τις λέξεις.
Άρπαξα σχεδόν την Νάντια από τον Γιάννη και την ταρακούνησα μαλακά, σαν να προσπαθούσα να την αφυπνίσω από μια κατάσταση ύπνωσης. Έσκυψα μαζί της μπροστά στο τραπεζάκι του σαλονιού, συγκρατώντας την όρθια και της είπα σε μαλακό τόνο:
«Τα κεράκια, Νάντια, δες τα κεράκια σου. Κάνε φου στα κεράκια σου!»
Η Νάντια είχε αρπάξει ένα πλαστικό σουβέρ και το μασούσε. Της το πήρα με μια αριστοτεχνική κίνηση και της είπα, δείχνοντας με το χέρι μου τα αναμμένα κεριά:
«Σβήσε τα κεράκια σου, Νάντια! Τώρα! Δες τα κεράκια! Κάνε φου!»
Ο Γιάννης γονάτισε δίπλα στο παιδί και μου είπε σιγανά:
«Τι σε έπιασε, Λίλα; Δεν εκπαιδεύεις σκύλο!»
Με τα πολλά φυσήξαμε ομαδικά τα κεράκια και τραγουδήσαμε το Happy Birthday σε τρεις διαφορετικές γλώσσες. Ο μικρός της Ρίτας επέμενε να ξανανάψουμε τα κεριά, και μετά επέμενε να τα ξανασβήσουμε. Του κάναμε το χατίρι. Εκείνη τη στιγμή, η Νάντια ανέμισε τα χέρια της, σαν δύο φτερά. Είχε στρογγυλοκαθίσει στο χαλί, και έπαιζε με το σουβέρ. Το γύριζε περιστροφικά, κοιτώντας το μαγεμένη. Ακριβώς δίπλα της, γινόταν ένας μικρός πανικός. Οι μικροί καλεσμένοι είχαν χώσει τα δάχτυλά τους στην τούρτα και την λεηλατούσαν, μουγκρίζοντας από την απόλαυση. Εκείνη πάλι, φαινόταν απορροφημένη από το αυτοσχέδιο παιχνίδι της.
«Κοίτα, κοίτα! Καλά λένε πως τα παιδιά αντί να παίξουν με τα παιχνίδια, παίζουν με τα κουτιά των παιχνιδιών. Τζάμπα κουβαλήσαμε το Jumbo» είπε η Μάρη γελαστά. Την κοίταξα κατάματα. Προσπαθούσα να βρω αν υπήρχε κάποιο κρυμμένο νόημα στην παρατήρησή της. Μήπως είχε παρατηρήσει κάτι περίεργο; Η Μάρη μου αντιγύρισε ένα αθώο βλέμμα.
«Τι χαζεύεις, καλέ;» μου είπε τελικά. «Μοίρασε την τούρτα! Εκτός αν θέλεις να την φάνε από το χαλί. Εκεί την βλέπω να καταλήγει»
Μπήκα στην κουζίνα και έκλεισα την πόρτα. Ακούμπησα στον πάγκο προσπαθώντας να στρώσω τις σκέψεις μου. Κάτι έτρεχε με το παιδί. Άρχισα να αναπνέω βαθιά, δεν μου έφταναν οι ανάσες. Κάτι συνέβαινε εδώ και πολύ καιρό και εγώ δεν είχα εξακριβώσει τι ακριβώς ήταν. Ανέτρεξα νοερά στην καθημερινότητα της Νάντιας. Ποια καθημερινότητα; μάλωσα τον εαυτό μου. Σάμπως ζω από κοντά την καθημερινότητα της Νάντιας;
Η πόρτα άνοιξε και μπούκαρε η μάνα μου αγχωμένη:
«Τι κάνεις, παιδάκι μου; Νεραιδοκρούστηκες; Τι χαζεύεις; Που είναι τα πιάτα; Θα σε λιντσάρουν τα μικρά αν δε σερβίρεις αμέσως!»
«Μαμά, δεν είμαι καλά».
«Τι τρέχει, κοριτσάκι μου;» Με κοίταξε εξερευνητικά. «Είσαι κατάχλωμη. Θα σε ξεκάνει η τράπεζα» συμπέρανε. «Υπερκόπωση! Και δουλειά και μικρό παιδί, πολλά θέλει; Πως το λένε εκείνο; Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Μωρέ καλά κάναμε εμείς και δεν δουλεύαμε. Έχω το μωράκι μου, έχω το ραχατάκι μου… Δεν είμαι και κοντά να σε βοηθάω». Άρχισε να κόβει την τούρτα με έμπειρες κινήσεις. «Άντε, άντε, θα τα πούμε μετά… Έχεις καλεσμένους».
Το υπόλοιπο πάρτι κύλησε εφιαλτικά. Παρατηρούσα τα άλλα παιδιά, παρατηρούσα την Νάντια, παρατηρούσα τις άλλες μαμάδες. Τι είχα κάνει λάθος εγώ; Γιατί το δικό μου δεν ήταν σαν τα άλλα; Μήπως δεν του διέθετα αρκετό χρόνο; Μήπως δεν ήμουνα αρκετά χαρούμενη όταν έπαιζα μαζί του; Μήπως δεν το έβγαζα αρκετά στην παιδική χαρά; Ποιο λάθος είχα κάνει και το παιδί μου καθόταν απαθές ανάμεσα στα άλλα παιδιά που χαλούσαν τον τόπο; Στο τέλος της βραδιάς, χαιρετούσα στην πόρτα τους καλεσμένους, νιώθοντας πως η καρδιά μου σφιγγόταν από ένα τεράστιο μαύρο χέρι.
Μόλις έφυγαν και οι τελευταίοι, πήρα αγκαλιά το παιδί. Το ξέντυσα, του έκανα μπάνιο, του φόρεσα πυτζάμες. Μπήκαμε στο δωμάτιο της. Άναψα το φωτάκι νυκτός που έστελνε στους τοίχους κινούμενα αστέρια. Και μετά, κρατώντας το από τις μασχάλες, έφερα το πρόσωπό του μπροστά στο πρόσωπό μου, με τις μύτες μας σχεδόν να ακουμπάνε μέσα στο ημίφως:
«Κοίτα με, Νάντια, κοίτα με στα μάτια!»
«Τι σε έπιασε σήμερα;» άκουσα τη φωνή του Γιάννη πίσω μου. Γύρισα κρατώντας ακόμη το παιδί αγκαλιά. Ο Γιάννης με κοιτούσε επιθετικά, έτοιμος για καυγά. Ακόμη πιο πίσω, το φουντωτό κεφάλι της μάνας μου επιθεωρούσε την κατάσταση για να επέμβει πυροσβεστικά σε περίπτωση συζυγικής σύρραξης.
«Αφήστε με μόνη μου με το παιδί! Θέλω να τσεκάρω κάτι».
«Φέρεσαι αλλόκοτα, κοριτσάκι μου» είπε η μάνα μου ψιθυριστά. «Το παιδάκι είναι κουρασμένο, δεν βλέπει την ώρα να κοιμηθεί. Δεν το βλέπεις; Κουτουλάει από νύστα. Άστο να ξεκουραστεί». Πήρε απαλά το παιδί από τα χέρια μου και άρχισε να το κοιμίζει με ένα νανούρισμα.
Ο Γιάννης με τράβηξε από τον αγκώνα, έξω στον διάδρομο. «Έχουμε δυο λογάκια, να πούμε».
«Γιάννη, το παιδί μας έχει κάποιο πρόβλημα. Το κατάλαβα σήμερα. Να το ψάξουμε. Να το πάμε στον παιδίατρο. Αύριο πρωί. Μόλις ξυπνήσει. Έχει κάποιο πρόβλημα, το κατάλαβα, από καιρό κάτι συμβαίνει, τώρα όμως είμαι σίγουρη. Δεν το είδες και εσύ;»
Μιλούσα χωρίς ανάσες, σχεδόν υστερικά.
«Εσύ έχεις πρόβλημα, Λίλα. Μα την Παναγία, αν δεν συνέλθεις, θα σε χαστουκίσω. Ηρέμησε! Ταράζεις το παιδί! Τι στο καλό έχεις πάθει;» Άρχισε να με ταρακουνάει από τους ώμους.
Του ξέφυγα και έτρεξα στο γραφείο. Βρήκα στο συρτάρι το βιβλιάριο του παιδιού κι άρχισα να ψάχνω το περιεχόμενο με μανία.
«Να, δες, έχουμε πέντε μήνες να πάμε στον Παιδίατρο. Από το τελευταίο εμβόλιο!»
«Μα γιατί έπρεπε να πάμε στον Παιδίατρο; Ούτε συνάχι δεν κόλλησε!»
«Να πάμε αύριο, αμέσως, πάμε και τώρα σε ένα Νοσοκομείο να το δουν! Σου λέω το παιδί δεν μιλάει πια. Κάπως, κάτι έγινε. Ίσως χτύπησε. Στο κεφάλι… Μπορεί να της έπεσε της Σέλι και να φοβήθηκε να μας το πει».
«Τι λες ρε Λίλα, έχω βιντεοσκοπήσει τις λεξούλες της. Ξέχασες; Μαζί την τραβούσαμε».
«Ναι, αλλά τώρα δεν μιλάει. Δεν το πρόσεξες; Ο γιος της Ρίτας λέει ολόκληρη πρόταση».
«Ε, μπορεί. Και τι σημασία έχει; Και εγώ με το ζόρι μίλησα, στα δύο μου, ρώτα τη μάνα μου, και πήρα δύο πτυχία. Ο καθένας έχει τους ρυθμούς του. Η δική μας είναι πιο ντροπαλή. Ούτε εμένα δεν κοιτάζει στα μάτια. Κατεβάζει το κεφάλι, ντρέπεται».
«Και γιατί δεν μιλάει;» συνέχισα επίμονα.
«Μα τι περιμένεις να πει ένα δίχρονο; Να σου απαγγείλει τον Ερωτόκριτο;»
«Ναι, αλλά τώρα τελευταία δεν λέει ούτε το μαμά».
«Σάμπως προλαβαίνει; Της τα ικανοποιείς όλα, πριν καν σε φωνάξει».
Η αντρική λογική του με είχε κάπως συνεφέρει. Μπήκα στο μπάνιο και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Καμιά φορά το μυαλό μας παίζει άσχημα παιχνίδια. Μεγεθύνει ασήμαντα γεγονότα. Σαν τα απλά, καθημερινά γεγονότα να μπαίνουν κάτω από παραμορφωτικό φακό. Η μάνα μου είχε δίκιο. Είχα απλά κουραστεί. Η κούραση αλλοιώνει τις σκέψεις. Όπως και να’χε θα κάναμε μια επίσκεψη στον Παιδίατρο. Και επιτέλους θα ζητούσα και λίγη άδεια. Η Τράπεζα θα τα κατάφερνε και χωρίς εμένα. Το παιδί με είχε ανάγκη… Θα της έδειχνα συμπυκνωμένη αγάπη, θα της μιλούσα μερόνυχτα να αναπληρώσουμε το κενό. Και όλα θα πήγαιναν καλά.
Η μάνα μου πάλι πρόβαλε στην πόρτα του μπάνιου.
«Κοριτσάκι μου…» άρχισε.
Την άρπαξα: «Αμάν, ρε, μάνα, διαρκώς πίσω μου, φάντης μπαστούνης!»
«Να βοηθήσω θέλω».
«Να βοηθήσεις με το να πας στο δωμάτιό σου. Είχα δύσκολη μέρα, δεν θέλω αμπελοφιλοσοφίες».
«Μπα, θα με φιμώσεις κιόλας; Και μένα εγγονάκι μου είναι η Νάντια και έχω και έναν λόγο και εγώ!! Θα σου πω κάτι… Και ο Γιωργάκης του αδελφού σου, άργησε να μιλήσει, δε θυμάσαι χρόνια πριν; Να, καλή ώρα, σαν τη Νάντια. Και πήγανε στον ωτορινολαρυγγολόγο και του βρήκε τούμπανο τα αυτιά. Δεν άκουγε καλά το παιδί και το φωνάζανε και αυτό δεν έπαιρνε χαμπάρι. Ήσουν μακριά και δεν τα έζησες. Και μετά τη θεραπεία ακούει και την τρίχα που πέφτει! Άσε που δε βάζει γλώσσα μέσα. Μην βάζεις, λοιπόν, το κακό με τον νου σου. Τα’χουν αυτά τα παιδιά… Εδώ γέρασα, τριάντα και γίνατε, και ακόμη με το άγχος σας ξυπνάω και κοιμάμαι. Στο αεροπλάνο μπαίνεις και εγώ τρέμω. αλλά βάζω τη λογική κάτω και ηρεμώ. Δεν θα τη βγάλεις καθαρή αν αγχώνεσαι με το παραμικρό. Ξέρεις πόσα σε περιμένουν ακόμη;»
Τα λόγια της μάνας μου ρίξανε βάλσαμο μέσα μου. Αυτό θα ήταν. Μπορεί να μην άκουγε καλά και η Νάντια. Μπορεί να πέρασε στα μουλωχτά καμιά ωτίτιδα. Ή και πολλές. Την επόμενη, θα μάθαινα. Θα έπαιρνα τον Παπαγεωργίου να την εξετάσει. Ας ήταν Κυριακή. Θα του έλεγα πως είναι επείγον.
Ξεντύθηκα, έβαλα τα ρούχα μου διπλωμένα στο καλάθι των άπλυτων, άνοιξα τα ντους και έκανα μπάνιο για ένα τέταρτο ακριβώς. Τρίφτηκα με επιμέλεια, ξεπλύθηκα με παγωμένο νερό για να τονώσω την κυκλοφορία. Η βραδινή μου ιεροτελεστία, η ίδια από τότε που ήμουν έφηβη, με ηρεμούσε. Βγήκα.
Ο Γιάννης είχε απλωθεί σε όλο το κρεβάτι και είχε ξεστρώσει τα σεντόνια. Ροχάλιζε μακαρίως. Τον έσπρωξα μαλακά και άρχισα να ισιώνω το σεντόνι της δική μου πλευράς. Οι ζάρες και τα ακατάστατα σεντόνια ήταν ικανοί λόγοι για να μην κοιμηθώ. Πολύ περισσότερο εκείνη τη νύχτα, που η αγωνία μου για την Νάντια χτύπαγε κόκκινο.
Το επόμενο πρωί, ξύπνησα αξημέρωτα.
Πήγα και τσέκαρα το παιδί. Κοιμόταν ήρεμο, σαν ένα Χερουβείμ που είχε βγάλει προσωρινά τα φτερά του. Χαμογέλασα μόνη μου. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Όλα θα πήγαιναν καλά.
Παρ’ όλα αυτά πήρα το κινητό και βρήκα το τηλέφωνο του Παιδιάτρου.
«Γιατρέ, καλημέρα. Η Λίλα η Σαββάκου είμαι. Συγγνώμη που ενοχλώ τόσο νωρίς».
«Πες μου, Λίλα, τι τρέχει;» με ρώτησε ο γιατρός με βραχνή από τον ύπνο φωνή. Δεν ήταν καν επτά το πρωί και ήταν Κυριακή.
«Δεν μπορώ να σας εξηγήσω από το τηλέφωνο, γιατρέ. Είναι πολύπλοκο. Μπορεί και να μην είναι και τίποτα. Μπορεί να είναι η ιδέα μου».
Δεν μου άρεσε καθόλου που έδινα την εντύπωση της αλαφροΐσκιωτης στον γιατρό. Μέχρι τότε δεν του είχα δώσει τέτοια στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά συνέχισα:
«Θα ήθελα να την δείτε, σήμερα».
«Σήμερα; Τι συμβαίνει; Έχει πυρετό;»
«Όχι, όχι. Αλλά πρέπει να την δείτε σήμερα. Σας παρακαλώ».
Ο γιατρός ενέδωσε με έναν αναστεναγμό:
«Ελάτε σε τρεις ώρες στο Ιατρείο» είπε τελικά.
………………………………………………………………………………………………………………..
«Τι έχει, γιατρέ;» ρώτησα με αγωνία.
Ο Παπαγεωργίου είχε εξετάσει για μία ώρα τη Νάντια. Είχε ζουλήξει την κοιλιά της, είχε ακροαστεί τους πνεύμονες και την καρδιά, είχε δει αυτιά και λαιμό, είχε χτυπήσει με ένα μαλακό σφυράκι τα γονατάκια της.
Η Νάντια είχε συνεργαστεί απόλυτα. Στο τέλος τη σήκωσε από το εξεταστικό κρεβάτι και την έβαλε να περπατήσει. Εκείνη στάθηκε μεν όρθια, αλλά δεν έκανε ούτε ένα βήμα. Μετά κάθισε στο πάτωμα και έμεινε να παίζει με το λουράκι του παπουτσιού της.
«Νάντια!» φώναξε στα ξαφνικά ο γιατρός, κοιτώντας την ταυτόχρονα εξεταστικά. «Πιάσε την μπάλα!» είπε ρίχνοντας προς το μέρος της ένα μαλακό τόπι. Εκείνη δεν αντέδρασε. Ο γιατρός με κοίταξε συνοφρυωμένος.
«Κυρία Σαββάκου…» είπε στο τέλος. «Έχετε δίκιο. Έχουμε κάποιο πρόβλημα».
«Τι ακριβώς;»
«Είναι νωρίς για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Θα πρέπει πρώτα να γίνει ένας ενδελεχής έλεγχος. Πριν όμως από όλα αυτά, θέλω να μου απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις».
«Σε ό,τι θέλετε».
«Δείχνει η μικρή με τον δείκτη πράγματα που την ενδιαφέρουν και που θέλει να της τα προσφέρετε;»
«Ε… όχι συχνά…»
«Σας δίνει την εντύπωση πως δεν ακούει;»
«Ναι. Αυτό, ναι. Πολύ συχνά».
«Μιμείται πράγματα που κάνετε εσείς π.χ να σηκώνει εικονικά το τηλέφωνο ή να αντιγράφει τους μορφασμούς σας;»
«Όχι. Σίγουρα όχι. Δεν το έχει κάνει ποτέ».
«Παίζει με τα άλλα παιδιά στο πάρκο;»
«Για να είμαι ειλικρινής τις καθημερινές την πηγαίνει στο πάρκο η κοπέλα που την κρατάει όταν λείπουμε, οπότε δεν έχω εικόνα. Τα Σαββατοκύριακα, είναι αλήθεια πως δεν παίζει με άλλα παιδιά στην παιδική χαρά. Υπέθετα όμως πως είναι πιο κολλημένη πάνω μου, επειδή της λείπω όλη τη βδομάδα».
Ο γιατρός κατέβασε τα γυαλιά του και σοβάρεψε ακόμη περισσότερο. Έτριψε με το χέρι του το μέτωπο σαν να συμμάζευε τις σκέψεις του. Όταν τελικά μίλησε, μίλησε σε ενικό και σε έναν τρυφερό τόνο:
«Λίλα, μακάρι να σφάλλω, αλλά νομίζω πως αρχίζει ένας μακρύς δρόμος για το παιδί αλλά και για σένα. Πρέπει να’ σαι αισιόδοξη και γενναία. Φυσικά θα κάνουμε ό,τι καλύτερο. Αρχικά μια εξέταση από ΩΡΛ και μια μαγνητική εγκεφάλου. Στη συνέχεια θα εξετασθεί από Αναπτυξιολόγο και Παιδοψυχίατρο».
«Τι εννοείτε, γιατρέ;» ρώτησα αλλά η ερώτηση μου ήταν περιττή.
Ήξερα από ένστικτο τι εννοούσε. Και ήξερα πως μόλις άρχιζε να φαίνεται η κορυφή ενός παγόβουνου, που ερχόταν καταπάνω μας για να σαρώσει τη ζωή μας.
Διαβάστε το Β’ μέρος του διηγήματος, εδώ
Επιστημονική Επιμέλεια:
Νένη Περβανίδου Επικ. Καθηγήτρια Αναπτυξιακής & Συμπεριφορικής Παιδιατρικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών