Το πήγαινε-έλα στο σχολείο γίνεται με τα πόδια – αν και αρκετές φορές μας φέρνει η μαμά Μαρία μαζί με τα δικά της παιδιά. Αλλιώς είναι 3μισυ χιλιομετράκια την ημέρα οι στάνταρ διαδρομές που κάνουμε καθημερινά. Μετά είναι τα έξτρα, ωδείο, χορωδία κι από ένα σπορ για κάθε παιδί. Και τα έξτρα-έξτρα, μια και τα παιδιά έχουνε εντονότερη κοινωνική ζωή από μένα: πάρτυ γενεθλίων, παιχνιδο-ραντεβού, πάρκο και ό,τι άλλο προκύψει σε δραστηριότητα.
Η μέση μαμά σήμερα τρέχει το παιδί της δεξιά αριστερά σαν παλαβή σε φροντιστήρια, μπάλες, μπαλέτα και δεν συμμαζεύεται. Κάποιος μου επεσήμανε το γνωστό, (duh): ότι όταν είμασταν εμείς παιδιά, όλα αυτά γινόντουσαν αυτόματα, πετάγαμε την τσάντα από την πόρτα και παίρναμε δρόμο… για τις αλάνες της γειτονιάς. Που είναι σαν να μιλάμε για άλλη χώρα όμως, άντε να εξηγήσεις σε ένα παιδί της πόλης σήμερα τι σημαίνει «αλάνα» («Ένα άχτιστο μέρος σαν χωράφι ανάμεσα στα σπίτια… όχι περιφραγμένο, αν και καμιά φορά ήτανε… με πέτρες, χώματα, χορτάρια… μπορεί να ήτανε άδειο εντελώς και να παίζαμε μπάλα ή γεμάτο σανίδες πιχι, και να φτιάχναμε σπιτάκια… ναι, ήταν πολλές και διαφορετικές αλάνες. Ναι, ήτανε άλλη ζωή» κλπ) Οι δραστηριότητες δηλαδή, από το σχολείο και μετά, ήταν οι εξής 3: (1) παιχνίδι στην αλάνα, (2) διάβασμα για την επόμενη μέρα αν δεν μπορούσες να το αποφύγεις (3) αγγλικά, μια φορά την εβδομάδα. Άντε δύο, αν δεν μπορούσες να το αποφύγεις.
Αυτά στο Δημοτικό. Στο Γυμνάσιο άρχιζες κάποιο φροντιστήριο. Δεν μιλάω για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 αλλά του ’60, ’70 και ’80, ίσως και του ’90, αρχές. Η μαμά πήγαινε τα παιδιά της βόλτα με το αυτοκίνητο, αν οδηγούσε, ή με ό,τι μπορούσε αν δεν οδηγούσε. Τα πήγαινε σινεμά με λεωφορείο ή ταξί, σε γειτονικά σπίτια (να παίξουν με άλλα παιδάκια) με τα πόδια. Μετά… δεν ξέρω πότε χάθηκε η μπάλα, στο τέλος των ‘90ς; Θυμάμαι μαμάδες στις δουλειές να βογγάνε για το πόσα δρομολόγια έκαναν με τα παιδιά τους. Είχα ένα παιδί μόνον τότε, που έπαιζε μόνο μπάλα, και τον πήγαινε ο μπαμπάς μου (ο παππούς του) συνήθως στη μπάλα. Μου φαινόταν απίστευτο που, κατά τα λεγόμενά τους, όσο χρόνο έχεις με το παιδί σου ως εργαζόμενη μαμά, αναγκάζεσαι να τον τρως στις μεταφορές.
Μετά… ακόμα πιο μετά δηλαδή… έκανα άλλα δύο παιδάκια. Ο παππούς στο μεταξύ είχε βγει εκτός κυκλοφορίας λόγω ηλικίας. Με τα δημόσια σχολεία να τελειώνουν στη 1.15, ελάχιστες μαμάδες μικρών παιδιών μπορούν να δουλέψουν 8ωρο σήμερα – εκτός κι αν έχουν νέους παππούδες στο σπίτι να βοηθήσουν με όλα τα πρακτικά. Η μία ξένη γλώσσα κρίνεται απαραίτητη (που θα πάει ο Έλληνας του μέλλοντος χωρίς έστω ένα αγγλικό της προκοπής; Πουθενά). Και η μία σωματική δραστηριότητα, ένας τύπος άσκησης, επίσης κρίνεται απαραίτητος για παιδιά της πόλης, παιδιά δηλαδή που μεγαλώνουν μέσα σε διαμερίσματα και σπίτια…
Άρα, η μαμά που αναγκαστικά ή δεν δουλεύει ή δεν δουλεύει όσο δούλευε, αναλαμβάνει τα δρομολόγια. Η δικαιολογία ακούγεται περισσότερο σαν αιτιολόγηση («ε δεν είναι κι ότι σκοτώνεσαι στη δουλειά!») αν και στην πραγματικότητα είναι κατηγορία: ξέρω μαμάδες με τρία ή τέσσερα παιδιά που σκοτώνονται στη δουλειά, κανονικά, μαγειρεύουν και βάζουν πλυντήρια όλη μέρα, διαβάζουν τα παιδιά τους, τα τρέχουν στη μπάλα και στα αγγλικά, σε πάρκα και σε πλατείες. Όσο περισσότερα είναι τα παιδιά, τόσο μεγαλύτερη η ευτυχία, εννοείται – αλλά και περισσότερη η δουλειά. Μιλάμε για ΔΟΥΛΕΙΑ, όχι πλάκα. Και το χειρότερο κομμάτι της είναι οι μεταφορές.
Κυρίως, επειδή δεν έχεις χρόνο να συγκεντρωθείς σε ένα μέρος – μόλις είσαι οκ στη γωνίτσα σου, τσαφ, πέρασε ο χρόνος και πρέπει να μαζέψεις τα παιδιά και να πας σε άλλη γωνία. Αυτό σε αγχώνει, και δεν λέω «με αγχώνει» επειδή δεν μιλάω για τον εαυτό μου, μιλάω για ένα σκασμό μαμάδες που πετυχαίνω στο σχόλασμα κι ακούω τις ιστορίες τους. Η φίλη μου Μ. με τρία αγόρια, Λύκειο, Γυμνάσιο και Δημοτικό αντίστοιχα, στην ουσία οδηγεί όλη μέρα με ανάπαυλα από τις 8.45, που γυρνάει σπίτι της, ως τις 12.45, που ξαναφεύγει για να μαζέψει τα παιδιά… διάστημα κατά το οποίο πρέπει να ψωνίσει και να μαγειρέψει βιαστικά, επειδή τα παιδιά γυρνάνε πάντα πεινασμένα από το σχολείο και όχι, δεν μπορούν να περιμένουν να τηγανίσεις 9 αυγά μάνι μάνι! Άντε να το κάνουνε μία φορά, σαν υποχώρηση που είχες πονοκέφαλο/οδοντογιατρό/κατάθλιψη, δεν θα το κάνουνε δεύτερη. Και σίγουρα δεν θα το κάνουν σε μόνιμη βάση…
Πριν σηκωθεί κανένας να πει «αυτά είναι πολυτέλειες της μεγαλοαστικής τάξης, που στέλνει τα παιδιά της στη ρυθμική!» να εξηγήσω ότι (1) δεν υπάρχει μεγαλοαστική τάξη (2) όλα αυτά αναφέρονται σε χαμηλο-μέσο-μικροαστούς, γονείς των πόλεων με μέτριο/χαμηλό εισόδημα, που στέλνουν τα παιδιά τους σε δημόσια σχολεία (χελόου: τα παιδιά στα ιδιωτικά είναι καλυμμένα, έχουν εσω-σχολικές δραστηριότητες κάθε είδους, από ξένες γλώσσες μέχρι αθλητικά και αθλητικο-ειδή). Οι εξωσχολικές δραστηριότητες που αναφέρω είναι πχ τα Δημοτικά Ωδεία, όπου τα παιδιά κάνουν μουσική και χορωδία, τα Δημοτικά Γυμναστήρια και Αθλητικά Κέντρα… αλλά θα μπορούσα να μιλούσα και για ιδιωτικά – τόσο στα μεν όσο στα δε, οι μαμάδες τα τρέχουμε τα παιδιά. Οι μπαμπάδες είναι στον αγώνα. Αναλογικά, ο ένας γονιός-μεταφορέας στους 10 είναι μπαμπάς και οι 9 είναι μαμάδες. Τραστ μι.
Εννοείται δεν έχω να προτείνω κάποια λύση – αν είχα, θα ήμουν η θεά Κάλι. Το επισημαίνω, για να αισθανθούν οι μαμάδες ΜΜΜ (Μέσα Μαζικής Μεταφοράς) εκεί έξω ότι δεν είναι μόνες. Περνάει αυτό το στάδιο κάποτε, και το νοσταλγείς όπως όλα σχεδόν τα στάδια μεγαλώματος των παιδιών σου. Είναι μια 10ετία τουλάχιστον που νομίζεις ότι έχεις βγάλει ρόδες, που κουβαλάς βιβλία μαζί σου, και καλά για να διαβάζεις ενώ περιμένεις, ξέροντας ότι απλώς θα περιμένεις. Χωρίς να μπορείς να συγκεντρωθείς ούτε καν γι αυτό.
Και είναι, ερμ, «σκληρό παιχνίδι της ζωής» (σόρι για το κλισέ, έχω ανατριχιάσει, ξεράσογλου….) αλλά είναι, πώς να το κάνουμε – ότι θα έρθει η στιγμή που θα νοσταλγήσεις μια φάση στην οποία δεν προλάβαινες να ανοίξεις βιβλίο ούτε για πλάκα, και βασικά έλεγες «πάμε, πάμε, έχουμε αργήσει!» συχνότερα από ότι έλεγες το σπουδαιότερο, το απαραίτητο: «σ’ αγαπάω κουκλάκι μου γλυκό»…