Εμείς, οι γονείς οι πρυτάνεις. Τα σπίτια μας, τα Πανεπιστήμια. Τα παιδιά μας, οι φοιτητές. Και όλοι ξέρουμε για το Πανεπιστημιακό άσυλο. Τα σπίτια μας λειτουργούν σαν άσυλο για τα παιδιά μας. Άσυλο για όλα. Τα αιωνίως παιδιά μας, καταλήγουν «αιώνιοι φοιτητές». Όχι με την κυριολεξία της λέξης αλλά μεταφορικά.
Η μεγάλη και συνεχόμενη ανοχή λειτουργεί ως ασυλία. Η ατάκα «δεν πειράζει καμάρι μου», η καθησυχαστική μας συμπεριφορά για τα πάντα, διαμορφώνει ατίθασους και κακομαθημένους χαρακτήρες. «Δεν πειράζει μωρέ και τι έγινε…» ενδυναμώνουν τον ωχαδελφισμό των παιδιών. Η μεγάλη αποδοχή και το «δώστα όλα» ενισχύουν την ανωριμότητα και χτίζουν ενήλικες με σαθρό υπόβαθρο. Γιατί όμως είμαστε τόσο δοτικοί, τόσο του ναι;
Διότι έτσι πετυχαίνουμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η ησυχία μας και το δεύτερο ότι ικανοποιούμε το παιδί μας που τόσο αγαπάμε. Γιατί εξάλλου να του χαλάσουμε το χατίρι και να αντιδικήσουμε μαζί του, ενώ μπορούμε να του δώσουμε αυτό που ζητά;
Δικαιολογούμε την συμπεριφορά του, την άσχημη και την αγενή, απλά επειδή είναι παιδί και θα μάθει όταν μεγαλώσει. Το συμβουλεύουμε πάντα. Πολλές φορές κουραζόμαστε ακόμα κι εμείς απ’τον δικό μας ήχο στ’αυτιά μας που επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια εκατομμύρια φορές. Στο τέλος, όμως, αποδεχόμαστε εύκολα το “παράτα μας” που ακούμε.
Μαζεύουμε αγόγγυστα τις βρώμικες κάλτσες που είναι παρατημένες πάνω στον καναπέ του σαλονιού και όταν η ηλεκτρική σκούπα δεν ρουφάει είναι βέβαιο ότι έχει φρακάρει από κάποιο εσώρουχο που ήταν πεταμένο κάτω από το κρεβάτι.
Δεν λέμε τίποτα διότι είμαστε εξαντλημένες από μια δύσκολη καθημερινότητα. Προκειμένου να αποφύγουμε ακόμα μία μάχη επινοούμε δικαιολογίες:
– Τα παιδιά είναι πολύ μικρά ακόμα, έχουν τα διαβάσματά τους, τις εξωσχολικές τους δραστηριότητες, κοιμούνται και νωρίς, τι να πρωτοπρολάβουν;
Αυτό γίνεται σε καθημερινή βάση μέχρι που μια μέρα ξυπνάμε και βλέπουμε ότι πρέπει να τα μαλώσουμε. Το αστείο είναι πως όταν κάνουμε την επίπληξη μετά από μήνες που έχει παγιωθεί η κατάσταση, θα γυρίσουν να μας κοιτάξουν και θα πουν αποστομωτικά:
– Καλά τώρα το θυμήθηκες; Τόσο καιρό τα μαζεύεις, τώρα σε πείραξαν τα ρούχα κάτω από το κρεβάτι;
Στην πορεία, όταν τολμήσουμε να ξεστομίσουμε ένα «όχι» επειδή τα παιδιά μας δεν το έχουν συνηθίσει, κάτι σαν άγνωστη λέξη ας πούμε, επαναστατούν. Φωνάζουν, μουτρώνουν, βρίζουν μέσα από τα δόντια τους και απειλούν.
Η παντοτινή ασυλία μόνο αρνητικές επιπτώσεις έχει. Πιστεύουμε ότι έτσι, δείχνοντας πάντα ανοχή δηλαδή, διαφυλάσσουμε την ψυχολογική τους υγεία και περνάμε κι εμείς μια πιο ήρεμη ζωή μέσα στο σπίτι. Όχι όμως μακροπρόθεσμα
«Θέλω το παιδί μου να είναι χαμογελαστό, χαρούμενο, τίποτα άλλο δεν με νοιάζει» λέμε συχνά εμείς οι γονείς.
Έτσι, καταλήγουμε τις περισσότερες φορές να τρέχουμε στους παιδοψυχίατρους ή καταλήγουμε τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα να περνάμε από το γραφείο του Διευθυντή του σχολείου για ανάρμοστη συμπεριφορά. Ακούμε με το στόμα ανοικτό, και αναρωτιόμαστε πως έγινε αυτό. Τελικά το παιδί μας χαμογελάει και εμείς κλαίμε!
Τα σπίτια μας, ναι, είναι σχολεία, Πανεπιστήμια. Βοηθάμε τα παιδιά μας να εξελιχθούν. Τους μεταγγίζουμε γνώσεις. Η ευθύνη μας κυρίως είναι να τα μάθουμε το κοινωνικό φέρεσθαι. Τα σπίτια μας δεν είναι άσυλα ώστε να προστατεύουν ανάρμοστες συμπεριφορές και ενίοτε παραβατικές.
Η διαρκής ανοχή επειδή είμαστε κουρασμένοι, είναι ιός που σκοτώνει σιγά σιγά τον σεβασμό. Το ναι σε όλα, γίνεται μαχαίρι. Κόβει τα φτερά των παιδιών και δεν μπορούν να πετάξουν όταν έρχεται η ώρα. Η αγάπη μας δεν ζυγίζεται με τα πόσα ναι και πόσα όχι θα τους πούμε.
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού