Είμαι μαμά ανοιξιάτικου τύπου. Γιατί ήμουν και παιδί ανοιξιάτικου τύπου. Αγαπούσα τα ηλιόλουστα μεσημέρια. Ειδικά όταν γύριζα από το σχολείο, και ένιωθα σαν να γυρίζω από μία περιπέτεια, σαν να βγαίνω από παραμύθι με καταπράσινα δάση, με ξύλινα γεφυράκια και με λύκους να περιμένουν πίσω από τα δέντρα. Το σπίτι με περίμενε σα φωλιά παρηγοριάς, με τη μητέρα μου να μαγειρεύει, με το φως του απορροφητήρα να διαχέει ζεστές αντανακλάσεις, με τον αέρα να μυρίζει ψημένο τυρί και μηλόπιτα. Μου άρεσαν αυτά τα μεσημέρια, που με περίμενε στο τραπέζι καρό τραπεζομάντηλο και πετσετούλες κάτω από τα μαχαιροπήρουνα, μου άρεσε που δίπλα στο πιάτο μου υπήρχε νερό στο αγαπημένο μου ποτήρι, μου άρεσε που μαλώναμε με την αδελφή μου για το ποια θα πρωτοφάει την κρατσανιστή γωνία της φραντζόλας.
Έλεγα τα νέα μου. Το διαγώνισμα στη Φυσική, τη γρατζουνιά στο γόνατο, την επίπληξη από τον Μαθηματικό, το αγόρι που δεν έλεγε να με προσέξει. Όλα μοιάζανε ασφαλή και ταυτόχρονα ονειρικά, η μαμά είχε πάντα απαντήσεις, είχε πάντα επιδόρπιο, είχε πάντα την όρεξη να στύψει πορτοκάλια, είχε πάντα εκπλήξεις στο μανίκι της. Μία καινούργια γόμα που μύριζε σαν φράουλα, ένα στυλό με πέντε χρώματα, ένα καινούργιο μαξιλαράκι για το δωμάτιό μου, ένα τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο για να γράφω τα μυστικά μου.
Αν έλειπε η μητέρα μου- πράγμα σπάνιο- η ατμόσφαιρα χαλούσε. Ο γυρισμός δεν είχε πλάκα, το σπίτι φαινόταν ψυχρό, το φαγητό κρύο και άνοστο. Αν είχα φροντιστήριο ή άλλες δραστηριότητες, ξεκινούσα με βαριά καρδιά, λες και με ξεκολλούσαν με τη βία από ένα καταφύγιο. Αλλά, βέβαια, υπήρχε η νέα υπόσχεση του γυρισμού, το βραδινό τραπέζι, τα καλοριφέρ που γουργούριζαν, η μαμά που σιδέρωνε και μύριζε Tide και μαλακτικό, και που διέκοπτε τη δουλειά: «Αύριο πάλι», μόνο και μόνο για να μας υποδεχτεί, να μας χουχουλιάσει και να μας περιποιηθεί έτσι όπως άξιζε σε παιδιά που «γύριζαν από μία μικρή περιπέτεια».
Τα χρόνια πέρασαν αλλά εκείνη η θαλπωρή έμεινε σαν πρότυπο μέσα μου. Ήμουν πια εγώ η μαμά, το μπαλάκι είχε πέσει πια στα δικά μου χέρια. Αλλά ήμουν μια εργαζόμενη μαμά. Έφευγα εγώ για μικρές περιπέτειες – για δουλειά, για εφημερία, για συναντήσεις- και συχνά δεν ήμουν εκεί για να υποδεχτώ τα παιδιά που γύριζαν από τις δικές τους περιπέτειες. Πολλές φορές δεν ήμουν παρούσα στις «μεταβατικές» τους φάσεις. Την ώρα που γύριζαν από το σχολείο, την ώρα που έπεφταν για ύπνο, ή ακόμη και όταν έφευγαν τα πρωινά για το σχολείο. Ένιωθα πως είχα μία ακίδα στην καρδιά: με γρατζουνούσαν οι ενοχές μου… Αλλά, τι στο καλό, ο κόσμος είχε προοδεύσει, οι μαμάδες δούλευαν πια, δεν μπορούσαν βέβαια να είναι σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Δεν έφτανε η δουλειά, ήθελα να έχω και κοινωνική ζωή. Καφέδες με τις φίλες μου, ταινίες στο σινεμά, έξοδοι με τον άντρα μου, όλο και κάτι απαιτούσε τον χρόνο μου. Οι ενοχές φούντωναν, αλλά το εγώ μου επαναστατούσε. Για όνομα του Θεού, σκοτωνόμουν στη δουλειά, να μην έδινα μία «ανάσα» στον εαυτό μου;
Μία μέρα που ήμουν πάλι στη δουλειά, θυμήθηκα εκείνη την παλιά δική μου αίσθηση: την απογοήτευση που ένιωθα όταν δεν έβρισκα τη μητέρα μου σπίτι. Και πήρα μέσα μου μία δύσκολη απόφαση: Δεν μπορούσα να είμαι η παλιού τύπου μαμά, δεν μπορούσα να σταματήσω τη δουλειά για να ψήνω μηλόπιτες, αλλά μπορούσα να είμαι κοντά στα παιδιά, τουλάχιστον στις μεταβατικές τους φάσεις. Μπορούσα να προσπαθήσω να είμαι εγώ αυτή που θα τους ανοίγει την πόρτα, όταν γύριζαν από το σχολείο. Να είμαι εγώ αυτή που θα τους λέει το παραμύθι πριν κοιμηθούν. Χρειαζόταν να θυσιάσω λίγο παραπάνω από τον προσωπικό μου χρόνο, να ‘τρέξω’ λίγο παραπάνω από όσο ήδη έτρεχα, να αναδιαμορφώσω το πρόγραμμα της δουλειάς. Ήθελα να βρίσκουν ζεστό φαγητό που το είχα φτιάξει εγώ, να βρίσκουν στρωμένο τραπεζομάντηλο, ήθελα να νιώθουν πως το σπίτι τους περιμένει σαν καταφύγιο.
Από τότε είπα πολλά ΟΧΙ. Στερήθηκα εξόδους, στερήθηκα ταξίδια, στερήθηκα κάποιες ευκαιρίες στη δουλειά. Και, το ομολογώ, πως κάποιες φορές νιώθω σαν «θύμα», γιατί πολύ συχνά τα παιδιά δείχνουν πως δεν νοιάζονται ούτε για τη θαλπωρή, ούτε για την πετσετούλα κάτω από τα μαχαιροπήρουνα, ούτε για την παρουσία μου στο σπίτι. Αλλά, παρά τα πάνω και τα κάτω στη διάθεσή τους, δεν έχω μετανιώσει ούτε στιγμή για αυτή μου την απόφαση. Μου αρέσει να είμαι που και που λίγο παλιομοδίτικη. Μου αρέσει να τα περιμένω με το τραπέζι στρωμένο, μου αρέσει να ακούω τα νέα τους όταν γυρίζουν από τις «μικρές τους περιπέτειες». Και όταν με ρωτάνε: «Θα είσαι σπίτι όταν έρθω;», απαντώ « Ναι…». Και συχνά για να τηρήσω την υπόσχεσή μου, χρειάζεται να «σκοτωθώ» τρέχοντας κατοστάρι, να διακτινιστώ από άλλο «σύμπαν», να ρυθμίσω αλλιώς τη δουλειά.
Αλλά νιώθω καλά έτσι.
Νιώθω την καρδιά μου ζεστή, σαν τις μηλόπιτες που έψηνε η δική μου μητέρα.