Η αγάπη είναι η μνήμη. Οι αναμνήσεις που συλλέγονται σ’ένα νοερό άλμπουμ, η μία πίσω απ’την άλλη και ξεπετάγονται ολοζώντανες σε κάθε τους ανάκληση.
Η αγάπη είναι η θύμηση. Κι όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο πολλά θυμάσαι.
Θυμάσαι τον ήχο που έκανε το στόμα του όταν πρωτοθήλασε. Το πρώτο χαμόγελο, φαφούτικο και σαλιωμένο. Την πρώτη βόλτα: φορούσε τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια του και κοιτούσε από το καρότσι τον καινούργιο κόσμο. Κι εσύ ήσουν εκεί και προσπαθούσες να δεις τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Και τα θυμάσαι όλα: Τα δέντρα που υψώνονταν προς πάνω. Τα σύννεφα που πήγαιναν κι ερχόντουσαν, σχεδόν χορευτικά, στον ουρανό. Εκείνη την μέρα ήταν τόσο γαλάζιος που σε πονούσε η ομορφιά του.
Θυμάσαι τη μέρα που περπάτησε κυνηγώντας μία πεταλούδα στο πάρκο. Ή τη μέρα που πάτησε για πρώτη φορά το κουμπί της τηλεόρασης- τι γέλια έκανε… Τη μέρα που φόρεσε πρώτη φορά αθλητικά. Καμάρωνε κοιτώντας τα και μετά έβγαλε το ένα και το δάγκωσε, γιατί έβγαζε δόντια και πονούσε.
Όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο έξυπνη γίνεται η μνήμη. Κάθεται και θυμάται λεπτομέρειες η μνήμη.
Το τραγούδι που χόρεψες αγκαλιά με το μωρό ήταν ένα φωνακλάδικο ροκ και εκείνο σκιρτούσε ενθουσιασμένο μέσα στα μπράτσα σου. Εκείνο το πρώτο καλοκαίρι που είδε τη θάλασσα δεν περπατούσε καν. Του κρατούσες τα χέρια, άφηνες τα πόδια του να αγγίξουν το νερό και εκείνο ξεφώνιζε ξετρελαμένο. Μετά καθίσατε μαζί στην άμμο. Μοιραστήκατε ένα μπισκότο. Μισό στο δικό του στόμα και μισό στο δικό σου. Κι όταν το μπισκότο τέλειωσε, το στόμα σου ακούμπησε το δικό του. Και θυμάσαι και τα γύρω-γύρω, τις εικόνες που στόλιζαν εκείνη τη στιγμή.
Τον ήλιο που βουτούσε στο βασίλεμά του και έσβηνε πίσω από τη θάλασσα. Το αλμυρίκι που σας κοιτούσε πίσω από την πλάτη σας. Τις πέτρες που γυάλιζαν βρεγμένες ολόγυρά του. Μετά, έβαλε μία πέτρα στο στόμα και κατατρόμαξες. Και το μάλωσες, και μετά εκείνο έκλαψε, και μετά το αγκάλιασες και εκείνο χαμογέλασε.
Θυμάσαι τα παραμύθια που του διάβαζες, δίπλα του, κάτω από το πάπλωμα. Και καμιά φορά πηδούσες σελίδες αλλά εκείνο δεν ξεγελιόταν και σε έβαζε να ξαναδιαβάσεις από την αρχή. Θυμάσαι εκείνες τις νύχτες. Το γλυκό φως από το λαμπατέρ που σε έκανε κι εσένα να νυστάζεις. Τη μυρωδιά από τις φρεσκοπλυμένες πιτζάμες του. Τον ανάλαφρο τρόπο που έκλειναν τα βλέφαρά του όταν το έπιανε ο ύπνος. Ευχόσουν να κοιμηθεί, να κοιμηθεί επιτέλους. Κι όταν τελικά κοιμόταν, σου έλειπε τόσο πολύ…