Έχω παρατήσει το σιδέρωμα καιρό τώρα. Δεν προλαβαίνω. Δεν προλαβαίνω να κάνω όλα αυτά που πρέπει να κάνω.
Μέχρι πριν ένα χρόνο δεν το άντεχα να μην μπορώ να τα έχω όλα όπως πρέπει. Δεν μπορούσα να μην έχω τις κάλτσες ανά ζεύγη, το σπίτι να λάμπει, εσένα με ρούχα κολλαριστά που να μυρίζουν σάπιο μήλο, με ένα λαχταριστό τοστ στη σχολική τσάντα και ένα μήλο σε κομμάτια. Δεν με εκτιμούσα αν δεν φρόντιζα να προμηθεύομαι ό,τι δεν περιέχει γλουτένη, να διαβάζω για τη σπιρουλίνα και το κινόα και όταν μπαίνεις στο σπίτι, να σε αρπάζει από τη μύτη η μυρωδιά από σουτζουκάκια μου κι ύστερα να σου γαργαλάει τον ουρανίσκο το φρεσκοψημένο κέικ που οφείλει να ακολουθεί ένα σπιτικό γεύμα.
Και όσο τα έκανα αυτά τόσο σε έχανα, και έχανα και μένα μαζί, γιατί μετά δεν είχα κουράγιο να ακούσω όσα είχες να μου πεις. Και επειδή δεν είχα κουράγιο, εσύ γκρίνιαζες, χτυπούσες το πόδι σου στο πάτωμα γιατι δεν ήξερες πως αλλιώς να μου φωνάξεις «μου λείπεις», κι ας ήσουν ακόμα πασαλειμμένος με άχνη από το κέικ που είχα φτιάξει για να σου «δώσω» κάτι από μένα. Αλλά δεν ήμουν εγώ αυτή η μαμά που φτιάχνει τέλεια κέικ, ποτέ δεν ήμουν και δεν ξέρω αν θα μας άξιζε να γίνω κάτι που δεν είμαι.
Επέλεξα λοιπόν, να βάλω προτεραιότητες, για να γίνω μια μάνα υπεραρκετή και ας μην πετυχαίνω πάντα τα πάντα.
Πλέον σε στέλνω με ρούχα καθαρά στο σχολείο αλλά όχι και τόσο σιδερωμένα, και αρκετά μεσημέρια φτιάχνω μια απλή μακαρονάδα με τυρί γιατί απλά δεν προλαβαίνω να τα κάνω όλα μετά τη δουλειά. Μέσα σε όλα όσα μπορώ να κάνω μέσα στη μέρα, προτιμώ να δίνω τον εαυτό μου σε άλλα. Σε αγκαλιές στο κρεβάτι με παραμύθια, ιστορίες και γαργαλήματα. Σε μαθηματικές πράξεις και εκθέσεις για το σχολείο σε μικρές κατασκευές, μεγάλες ζωγραφιές, σε παιδικές ταινίες όπου κλαίω μαζί σου – και με κοιτάς απορημένος – που το αρκουδάκι έχασε το σπίτι του, το σκυλάκι ψάχνει το αφεντικό του και ένας δράκος έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα.
Προτιμώ αντί να ιδρώσω πάνω από τη σιδερώστρα για να κάνω τα δεκάδες μπλουζάκια σου να μοιάζουν σαν χαρτί, να ιδρώσω μαζί σου όταν πονάς γιατί σε άφησε ο καλύτερός σου φίλος, γιατί το κορίτσι που αγαπάς δεν σου δίνει σημασία, γιατί το βράδυ ακόμα φοβάσαι και θες να κοιμάσαι με το «μεγάλο» φως ανοιχτό. Γι’ αυτά πάντα θα προλαβαίνω και για άλλα τόσα αν γίνεται. Γιατί γι΄αυτά με θες περισσότερο, κι αυτά είναι που τελικά θα χτίσουν αυτό που είσαι.
Κι αν χάνω την υπομονή μου, κι αν χάνομαι συχνά ανάμεσα σε δεύτερες προσπάθειες και δυσκολίες, ανάμεσα σε αποφάσεις του τι είναι καλύτερο για μας, να ξέρεις πως σ’ αγαπάω μέχρι τον ουρανό. Κι αν το σαλόνι είναι γεμάτο πιάτα που πρέπει να πάνε στο νεροχύτη, παιχνίδια που πρέπει να μπουν στο κουτί τους και ρούχα που πρέπει να μπουν στα άπλυτα, μπορώ πια να συγχωρήσω τον εαυτό μου γι’ αυτό και να εξαγοράσω τον χρόνο που δεν σπατάλησα για να μπουν όλα αυτά στη θέση τους, με μια βόλτα στο πάρκο μαζί σου. Και να είσαι σίγουρος, πως κάθε πρωί που ξυπνάω θέλω να είναι καλύτερη από την προηγούμενη.
Κι αν δεν τα καταφέρω σήμερα, θα τα καταφέρω αύριο. Προς το παρόν έχω φακές από χθες και λέω να τις φάμε βλέποντας καρτούν.
Γράφει η Αποστολία Καζάζη