Οι περισσότεροι γονείς ρωτάνε: “Πώς να κάνω το παιδί μου πιο συνεργάσιμο, πώς θα το κάνω να μη διαπραγματεύεται διαρκώς τα όρια μας, να είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του και στα καθήκοντα του, να μην έχει στο μυαλό του διαρκώς το παιχνίδι και όλη αυτή η προσπάθεια μου να μην επιβαρύνει την καθημερινότητα μας μέσα από την ένταση που αυτή μας επιφέρει στο σπίτι;”.
Πολύ πιο σπάνια θα πάνε οι γονείς στον ειδικό με αιτήματα του τύπου: “πώς θα κάνω το παιδί πιο ανεξάρτητο, αυτόνομο, με αυτοπεποίθηση, με δυνατότητα να παίρνει πρωτοβουλίες, να αμφισβητεί, να διερευνά, να έχει ενδιαφέροντα και κίνητρα στην καθημερινότητα”;
Τι συμβαίνει λοιπόν;
Πέρα από το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον που έχει αυτή η αναρώτηση, μια απάντηση αυθόρμητη φαντάζομαι θα ήταν:
“μα επειδή αυτό έτσι κι αλλιώς το κάνει” και δε θα διαφωνήσω σ’ αυτό. Είναι αλήθεια ότι από τη φύση τους τα παιδιά έχουν την επιθυμία να εξερευνήσουν, να δοκιμάσουν, να πειραματιστούν και κατ’ επέκταση να αμφισβητήσουν και να καταπατήσουν τις νόρμες λειτουργίας του κάθε συστήματος.
Η διαφορά κατά τη γνώμη μου είναι ότι αυτό γίνεται μέσα από μια πρόθεσή τους να μάθουν τον κόσμο και να γνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα από αυτόν, τη στιγμή που δυστυχώς ο ενήλικας περισσότερο αντανακλαστικά θα αντιδράσει αμυντικά σα να απαντάει σε μια πρόθεση του παιδιού να αμφισβητήσει τη δύναμη του και τη δικαιοδοσία του στον έλεγχο των πραγμάτων, προκαλώντας έτσι, ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα.
Εκείνη τη στιγμή που θα μεταφράσει τις συμπεριφορές του παιδιού ως συμπεριφορές “που πάνε να του πάρουν τον αέρα”- “να γίνει το δικό του”, θα προβληματιστεί περισσότερο πανικόβλητα για το κατά πόσο οριοθετημένο είναι το παιδί, κατά πόσο ξεκάθαρο του έχει κάνει το “ποιος κάνει κουμάντο” .
Ποια άλλη μετάφραση θα χωρούσε σε αυτές τι συμπεριφορές του παιδιού πέρα από αυτήν που συνήθως ερμηνεύει ο γονιός ως ανάγκη του παιδιού να γίνει το δικό του; Αν εκείνη τη στιγμή ο γονιός νιώσει ότι το παιδί δεν γίνεται ανυπάκουο, αλλά απλώς δοκιμάζει, αν ο γονιός διαισθανθεί ότι δεν πρόκειται για μια προσωπική μάχης του παιδιού απέναντί του, αλλά για μια φυσική διαδικασία ανάπτυξής του, η δική του απάντηση σ’ αυτήν τη συμπεριφορά του παιδιού, θα ήταν καθοριστικά διαφορετική.
Σε μια τέτοια στάση ο γονιός δε θα προβληματιζόταν τόσο για το πώς να βάλει τα όρια στη συμπεριφορά του παιδιού, αλλά για το πώς αυτά τα όρια που όλοι καλούμαστε να σεβαστούμε (συμπεριλαμβανομένου και του γονιού) δε θα κλονίσουν την ανάγκη του παιδιού να μάθει, να λειτουργήσει ελεύθερα, να εξερευνήσει.
Τη στιγμή λοιπόν που το παιδί ζητά περισσότερη ώρα για να παίξει, μπορούμε να διαβάσουμε την ανάγκη του να δημιουργήσει και όχι την ανάγκη του να μας επιβληθεί.
Έτσι θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε μαζί του τρόπους ώστε να περάσουμε καλύτερα μαζί του, λαμβάνοντα υπόψη το καθημερινό πρόγραμμα του παιδιού.
Ας στρέψουμε λοιπόν ως γονείς τη ματιά μας από τα όρια, στο περιεχόμενο που υπάρχει μέσα σε αυτά. Και η ερώτηση “πώς θα κάνω το παιδί μου πιο πειθαρχημένο στα όρια που ορίζω”, ας μετατραπεί σε “πώς θα επισημαίνω και θα ενθαρρύνω την ελευθερία του παιδιού μέσα στα οριοθετημένα πλαίσια που χαρακτηρίζουν τις ζωές όλων μας”. Μια ερώτηση σίγουρα πιο δημιουργική και παραγωγική.