Τι απαντάς στο παιδί σου όταν στα είκοσι πέντε του σου λέει: «θέλω να δώσω κατατακτήριες εξετάσεις σπουδάσω στην Νομική».
Μια παράμετρος που ίσως πολλοί γονείς να μην έχουμε σκεφτεί. Το πρώτο που σκέφτεσαι είναι, τόσο μεγάλος και πάλι φτου από την αρχή. Πότε θα τελειώσει, πότε θα κάνει πρακτική, πότε θα ξεκινήσει να δουλεύει, πότε θα βγάζει αρκετά χρήματα για να ανεξαρτητοποιηθεί, πότε θα κάνει οικογένεια. Μήπως καταλήξει να είναι αιώνιος φοιτητής; Μήπως σπουδάζοντας αποφεύγει να βγει στην αγορά εργασίας γιατί φοβάται να αντιμετωπίσει την ζωή; Μήπως το έχουμε βολέψει;
Όλα αυτά προβληματίζουν. Από την άλλη δεν μπορείς να στερήσεις σε κανέναν το δικαίωμα της περαιτέρω μόρφωσης. Πόσο μάλλον στο παιδί σου. Σιγοντάρεις την απόφαση και συμβουλεύεις. Ένας εικοσιπεντάρης είναι πλέον κατασταλαγμένος στις αποφάσεις του. Σε αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή του. Διότι στα δεκαεφτά ή στα δέκα οκτώ που κρίνεται να αποφασίσει για το μέλλον του δίνοντας Πανελλήνιες είναι ακόμα παιδί. Ποιά απόφαση μπορεί να πάρει ένα παιδί για το μέλλον του; Μάλλον οι γονείς του αποφασίζουν για αυτό. «Πρέπει να γίνεις αυτό. Πρέπει να γίνεις εκείνο».
Υποσυνείδητα λοιπόν οδηγείται το παιδί στην κατεύθυνση που εμείς οι γονείς του δείχνουμε. Αν βέβαια υπάρχει και κάποια δουλειά, ένα γραφείο που πρέπει να ετοιμαστεί η διάδοχος κατάσταση, τότε ακόμα χειρότερα. «Να γίνεις δικηγόρος, ή να γίνεις γιατρός, να κληρονομήσεις το γραφείο». Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι. «Τόσο κόπο κάναμε εγώ και ο πατέρας σου να τα στήσουμε όλα αυτά και θα πάνε στράφι;». Έτσι καθοδηγούμε τις αποφάσεις τους και τα παιδιά αφού έχουν πάρει το πρώτο πτυχίο που εμείς αποφασίσαμε για αυτά, επαναστατούν. Αλλάζουν δρόμο. Φτου και από την αρχή. Εμείς εξαγριωνόμαστε. Χρησιμοποιούμε για να τα μεταπείσουμε ψυχολογικό και συναισθηματικό εκβιασμό. «Τόσα κάναμε για σένα. Το όνειρο του πατέρα σου ήταν να αναλάβεις την δουλειά του» . Αυτό όμως ήταν το όνειρο του πατέρα του. Όχι το δικό του. Αφήστε τα παιδιά να ονειρευτούν. Να χαράξουν το δικό τους δρόμο. Μόνο αν κάνουν αυτό που τους αρέσει θα είναι ευτυχισμένα.
Στα δεκαεφτά τους ρίχνονται στις Πανελλήνιες, ή σε οποιεσδήποτε εξετάσεις. Πετυχαίνουν πολλές φορές στις σχολές που δεν είναι επιλογή τους. Σπουδάζουν με βαριά καρδιά για κάποια χρόνια επειδή κατά τύχη μπήκαν σε κάποια σχολή. Το καλό σενάριο εδώ είναι να φανούν τυχερά και να τους αρέσει το αντικείμενο σπουδών. Πράγμα σπάνιο. Το πιο σύνηθες σενάριο είναι ότι σπουδάζουν βαριεστημένα. Αγγαρεία. Τι θα πει ο μπαμπάς και η μαμά αν το παιδί αρνηθεί να πάει! «Πάλι έξοδα. Πάλι φροντιστήρια και ιδιαίτερα.» Πίεση από παντού. Έτσι καταλήγουμε σε παιδιά που μπορεί να σπουδάζουν μέχρι τα τριάντα τους, τα σαράντα τους.
Ας μην είμαστε καχύποπτοι και πιεστικοί. Τα παιδιά πρέπει να κάνουν αυτό που αγαπούν. Αυτό που θα τα κάνει ευτυχισμένοι και χρήσιμους ανθρώπους πάνω από όλα για τον εαυτό τους και μετά για τους άλλους. Ας μην επενδύουμε τα δικά μας όνειρα, απωθημένα και την δική μας ματαιοδοξία πάνω τους. Και αν αποφασίσουν να αλλάξουν δρόμο, τότε εμείς πρέπει να είμαστε αρωγοί στην προσπάθειά τους.
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού