Κύκλοι. Ομόκεντροι, που απλώνονται μόλις πέσει το πετραδάκι.
Πεποιθήσεις που κληρονομεί η μια γενιά στην άλλη, σαν χειροπέδες που ευλαβικά φυλάγονται επί δεκαετίες, μέχρι να παραδοθούν σκουριασμένες στους επόμενους.
Γιαγιά ➡ Μαμά
«Τι του έφτιαξες του άντρα σου; Πάλι τα πόδια του θα φάει ο χριστιανός;»
[Ο δικός μου με θέλει ξεκούραστη να κάνουμε σεξ, οπότε δεν θα μαγειρέψω σήμερα, οκ;]
«Σάββατο μεσημέρι και παραγγέλνεις πίτσα! Τι να σου πω…»
[Ετοιμάζω την πιο σημαντική παρουσίαση του μήνα, οπότε και που θυμήθηκα να παραγγείλω εγκαίρως επιβράβευση θέλει]
«Το παιδί είναι κουρασμένο, να το ταΐσεις».
[Το παιδί είναι 6 χρονών και αρτιμελές]
Οι κύκλοι μικραίνουν σε ακτίνα, πλησιάζουν το κέντρο.
Μαμά ➡ Παιδί
«Πρώτα θα διαβάσεις και μετά θα παίξεις».
[Έχω γυρίσει μετά από 10 ώρες σε σχολείο, ολοήμερο, δραστηριότητες. Έλεος.]
«Σιγά μη σε γράψω χορό, πότε θα προλαβαίνεις αγγλικά και γερμανικά;»
[Νιώθω ελεύθερη όταν χορεύω, μόνο τότε αγαπώ το σώμα μου.]
«Φόρα ένα φουστανάκι, σε βάφτιση πάμε».
[Τα φουστάνια δεν με βολεύουν και δεν με νοιάζει να με δείξεις]
«Τα καλά παιδιά ακούνε τους γονείς».
[Άρα, εγώ είμαι κακό παιδί. Ευχαριστώ, το εμπέδωσα.]
«Τι βιολί μωρέ; Τον Σγούρο θα βγάλουμε; Άντε ξεστράβωσε κανά βιβλίο».
[Έχω δικαίωμα να ζητήσω τουλάχιστον ό,τι μου κινεί την περιέργεια, χωρίς να με χλευάσεις]
«Ή φακές ή τίποτα».
[Σε κανέναν μας δεν αρέσουν, γιατί επιμένεις να τις φτιάχνεις;]
«Ολόκληρο παιδί και κλαις».
[Χρειάζομαι αγκαλιά και δεν έχω άλλο τρόπο να το δείξω. Μάθε με]
Τα ίδια και τα ίδια.
Ηλίθιες ατάκες που πληγώνουν και ταπώνουν. Κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές που ζουλάνε ανθρώπους με σάρκα και οστά σε καλούπια από τα οποία ποτέ κανένας ελεύθερος άνθρωπος δεν σμιλεύτηκε.
Τα έχω ακούσει όλα και τους τα έχω πει όλα. Ίδια, παρόμοια, τι σημασία έχει; Μικρές οι διαφορές. Σε στιγμές που είμαι πολύ κουρασμένη -ειδικά τότε- οι ατάκες αυτές ξεπηδάνε από μέσα μου αυτόματα. Κατάλοιπα γονιδιακής μνήμης από τις προγιαγιάδες μου στην Πελοπόννησο, που αξημέρωτα ξυπνούσαν να ετοιμάσουν παιδιά, ψωμί και αμπέλια. Τις φαντάζομαι καμιά φορά, να πιέζουν με το ζόρι το κουρασμένο κορμί να σηκωθεί μέσα στο σκοτάδι και να ανάψει φωτιά, να ντύσει, να φροντίσει. Φαίνεται αυτός ο βραχνάς είναι βαρύς, για να φτάνει αχνός ως τώρα, νικώντας αιώνες, τεχνολογία, εξέλιξη, σπουδές, αυτογνωσία.
Είναι καιρός να κοπεί αυτή η αλυσίδα. Γνωρίζω ότι τις στιγμές που η συνειδητότητά μου εφησυχάζει, τότε μόνο κινδυνεύω να χάσω το παιχνίδι και να πω στα παιδιά μου αυτά που με λύπησαν, με θύμωσαν και με κράτησαν χρόνια πίσω από το να υπερασπιστώ το δικαίωμά μου να είμαι δημιουργική. Να είμαι εγώ.
Σε λίγα μόλις λεπτά το αναγνωρίζω. Η παλιά ενέργεια με βαραίνει ξαφνικά και συνέρχομαι. Τότε υποχωρώ με χάρη πρίμα μπαλαρίνας, διαπραγματεύομαι ή ζητώ συγγνώμες ανάλογα τη χοντράδα που μου ξέφυγε και αγκαλιαζόμαστε. Εκείνα το καταλαβαίνουν αμέσως όταν είμαι ειλικρινής και με συγχωρούν. Και μετά με κοροϊδεύουν ανελέητα και το πληρώνω, αλλά χαλάλι τους.
«Ώρα για ύπνο, μην ακούσω τσιμουδιά».
Ορμάνε και τα 2 στον διάδρομο φωνάζοντας ταυτόχρονα: «ΤΣΙΜΟΥΔΙΑ!»
Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου