Παιδί μου, όταν αγαπάς, να το λες. Κι ας τρέμεις μέσα σου.

Την γνώρισε φέτος το καλοκαίρι. Εκείνος 7 εκείνη 8. Ένα μελαχρινό κοριτσάκι, συνηθισμένο, γλυκό και χαριτωμένο όπως όλα τα κορίτσια στην ηλικία της. Όμως εκείνος έβλεπε πάνω της πράγματα που εμείς οι μεγάλοι δεν μπορούμε να δούμε ή δεν έχουμε μάθει να βλέπουμε.

Παίζανε μαζί στην παραλία. Εκεί γνωρίστηκαν. Στην αρχή την παρατηρούσε από μακριά που κλωτσούσε με τα γυμνά της πόδια τα κυματάκια που έσκαγαν στην ακροθαλασσιά. Εκείνη χοροπηδούσε, ανέμελη, χωρίς να ξέρει ότι ένα αγορίστικο βλέμμα ήταν ακουμπισμένο στον ώμο της.

Σηκώθηκε αργά από δίπλα μου και άρχισε να ψάχνει εξονυχιστικά για πέτρες. Πήγε αρκετά κοντά της, αλλά κράτησε και μια απόσταση ασφαλείας. Έψαχνε αρκετά λεπτά ανάμεσα στα βότσαλα. Έβαλε μερικά μέσα στη χούφτα του και μετά άρχισε να τα ξεδιαλέγει. Τελικά βρήκε το ωραιότερο βότσαλο του κόσμου – έτσι μου είπε μετά δηλαδή –  το ένα και μοναδικό, που όμοιό του δεν θα βρεις πουθενά, το βούτηξε στο νερό για να γυαλίσει, να αστράψει και να αναδείξει όλη την ομορφιά του. Ύστερα το κράτησε σφιχτά στο χέρι του, πλησίασε τη μικρή και αφού της είπε κάτι που κανείς δεν άκουσε – γιατί κανείς δεν έπρεπε να ακούσει – της την έδωσε.

Εκείνη το πήρε έτσι απλά, χωρίς ντροπές, χωρίς “δεν πρέπει”, τόσο φυσικά και το βούτηξε με τη σειρά της στο νερό. Κάθισαν μαζί εκεί κοντά κοντά, και μιλούσαν, πετούσαν πέτρες στο νερό, έβρεχαν ο ένας τον άλλον, έφτιαξαν πυργάκια με άμμο και βρήκαν ένα σωρό θησαυρούς, μια χαλασμένη σαγιονάρα, ένα καπάκι μπύρας και ένα κουμπί. Το κουμπί το βρήκε εκείνη, ήταν μια μαργαρίτα κουμπί για την ακρίβεια, και του το χάρισε.  Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και το κοριτσάκι με τους γονείς της έφυγαν από την παραλία.

“Θα έρθει και αύριο, τη λένε Ειρήνη, αλλά δεν είναι από την Αθήνα, είναι από μια άλλη πόλη, δεν την θυμάμαι τώρα. Θα πάει Τετάρτη δημοτικού και ξέρει κιθάρα, δηλαδή μαθαίνει, και έχει έναν αδερφό πολύ μωρό, που όλο κλαίει και την ξυπνάει το βράδυ και δεν μπορεί να κοιμηθεί, και είναι πολύ όμορφη, και της το είπα. Πειράζει;” είπε, όλο αυτό σε μία φράση.

“Γιατί να πειράζει; Καλά έκανες και της το είπες”.

“Μπορεί και να την αγαπώ, αλλά δεν είμαι σίγουρος”. Παύση. “Αύριο θα ξανάρθουν εδώ, θα έρθουμε κι εμείς”;  “Θα έρθουμε” είπα.

Την επόμενη και για δυο μέρες ακόμα, η Ειρήνη ήταν στην ίδια παραλία με εμάς. Όλη τη μέρα ήταν μαζί, αχώριστοι. Οι μεγάλοι χαμογελούσαμε αμήχανα από τις διπλανές ομπρέλες, αλλά μέσα μας ξέραμε ότι είχαμε την τύχη να είμαστε αυτόπτες μάρτυρες μιας μαγικής στιγμής των παιδιών μας, που αύριο ίσως ανακαλούσαν με νοσταλγία στη μνήμη τους. Ίσως ο μικρός μου, μεγάλος πια, να έλεγε, α από τους πρώτους μου έρωτες ήταν και η Ειρήνη, που είχα γνωρίσει σε διακοπές με τους γονείς μου.

Η τελευταία μέρα, που η Ειρήνη θα έφευγε έφτασε. Ο μικρός είχε βυθιστεί σε μία τρελή μελαγχολία. Φαινόταν απελπισμένος και ανήσυχος. Του πρότεινα να πάμε για ένα παγωτό για να γλυκάνω λίγο την ψυχή του που είχε μελτέμια. “Θέλω να της πω ότι την αγαπώ”, μου πέταξε έτσι ξαφνικά. “Να της το πεις” του είπα. “Δεν μπορώ. Όταν το σκέφτομαι με πιάνει κάτι σαν να κρυώνω. Σαν να τρέμω”. “Να της το πεις, κι ας τρέμεις. Είναι καλύτερα έτσι, γιατί όλο το χειμώνα θα τρέμεις που δεν της το είπες. Και μπορεί να μην τρέμεις μόνο αυτόν τον χειμώνα, αλλά για αρκετούς χειμώνες, όταν θα το θυμάσαι”.

Έγλειψε το παγωτό του σκεπτικός. “Μπορεί όμως να χαλάσει το καράβι που θα φύγει και να μην φύγει τελικά, και τότε να της το πω”.

“Κι αν δεν χαλάσει;”

“Μπορεί να αργήσει”.

“Κι αν δεν αργήσει;”

Η Ειρήνη κατέβηκε για τελευταία φορά στην παραλία με τους γονείς της. Έμειναν αρκετή ώρα στη θάλασσα. Δεν ήταν ζωηροί όπως τις άλλες φορές. Ήταν το πιο μελαγχολικό απόγευμα των διακοπών μας. Όταν τελικά έφυγαν από την παραλία, ήρθε κοντά μου και μου ψιθύρισε στο αυτί “της το είπα”.  “Και τι σου είπε”; τον ρώτησα. “Τότε άνοιξε το χέρι του και μου έδειξε ένα κοχύλι”.

“Πανέμορφο” του είπα

“Ναι”, απάντησε. “Είναι το πιο ωραιότερο κοχύλι του κόσμου, το ένα και μοναδικό, που όμοιό του δεν θα βρεις πουθενά”.

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network