Για μένα θα’σαι πάντα το πρωτάκι μου.
Από κείνη την πρώτη μέρα που μου’σφιγγες το χέρι μπροστά στο άγνωστο.
Που κοιτούσες πίσω σου να δεις αν έφυγα.
Που στεκόμουν εκεί για να με βλέπεις και να νιώθεις σιγουριά μέχρι να μπεις στην μεγάλη πόρτα του σχολείου.
Κάθε χρόνο ο αποχωρισμός γινόταν πιο εύκολος για σένα.
Απ’την μία, φούσκωνα με υπερηφάνεια που άνοιγες τα φτερά σου. Απ’την άλλη, όμως, ένιωθα, κάθε χρόνο, αυτό το χεράκι μέσα στο δικό μου όλο και πιο χαλαρό, όλο και πιο σίγουρο, μέχρι που λύθηκε, εντελώς, απ’το δικό μου.
Έξι χρόνια Δημοτικού πέρασαν μέχρι που έφτασες Γυμνάσιο κι απέμεινα μ’ένα άδειο χέρι, χωρίς το δικό σου μέσα, που δεν ήξερα τι να το κάνω. Το έβαζα στην τσέπη μου κι ύστερα το σήκωνα για να σε χαιρετήσω από μακριά – είτε μ’έβλεπες είτε όχι – γιατί για μένα πάντα είσαι το πρωτάκι μου. Αλλά αυτό το κρατάω για μένα, δεν θα στο πω, γιατί, ξέρω, γίνομαι πολύ μελό και δεν τα μπορείς αυτά.
Κάθε χρόνο έξω απ’την βαριά καγκελόπορτα, προσπαθώ να κάνω πράξη όλ’αυτά που διαβάζω στα βιβλία κι όλ’αυτά που διατείνονται οι ειδικοί:
Να σ’αφήσω να φύγεις, να κάνεις τα δικά σου βήματα κι απλά, να’μαι εδώ, όταν εσύ θα με χρειαστείς κι όχι όποτε θέλω εγώ.
Και το κάνω. Με θρησκευτική ευλάβεια.
Όμως μέσα μου τα μάτια της ψυχής βλέπουν ακόμα εκείνο το μικρό κοριτσάκι που έσερνε άτσαλα την τσάντα με τις ρόδες και τις ατελείωτες καρδούλες, που τώρα έδωσε τη θέση της σ’έναν κακοχυμένο, μαύρο σάκο με συνθήματα, καρφίτσες και μπαλώματα. Γιατί όσο πιο ταλαιπωρημένος δείχνει τόσο πιο… «μαγκιά».
Βλέπω αυτή τη φοβισμένη μικρή που αναζητούσε με το βλέμμα απεγνωσμένα ένα συμπαθητικό πρόσωπο για ν’ακουμπήσει και να κάνει την πρώτη της φίλη και τώρα ξεχύνεται μ’ενθουσιασμό στις αγκαλιές των συμμαθητών της για να πουν τα δικά τους.
Βλέπω εκείνο το κοριτσάκι που ήθελε να ντύνεται στα παστέλ. Που ήθελε να φοράει κοκαλάκια με γατάκια στα καλοχτενισμένα μαλλιά της και που τώρα ρίχνει μια αχτένιστη τούφα μπροστά και πασχίζεις να συναντήσεις τα μάτια της.
Όπως και να’χει, είτε με ροζ τσιμπίδια είτε με μαύρους σάκους, εγώ συγκινούμαι την πρώτη μέρα στο σχολείο. Σου’χω υποσχεθεί ότι δεν θα κλαίω. Νιώθεις μεγάλη πια κι εγώ σε ρεζιλεύω. Γίνομαι κουλ και καταπίνω όλες τις αγκαλιές και τα φιλιά που θέλω να σου δώσω μέχρι να σκάσεις, πριν κλείσει πίσω σου η καγκελόπορτα του σχολείου.