Τι να λέμε τώρα; Ψυχολόγοι και αηδίες.
«Όταν τα παιδιά ενηλικιώνονται και φεύγουν από το σπίτι είναι φυσιολογικό να νιώθετε κενό και θλίψη».
Είχαμε λέει προσηλωθεί τόσα χρόνια με τον άντρα μου σε έναν συγκεκριμένο στόχο και τώρα που αυτός επετεύχθη χάσαμε τις ισορροπίες μας. Τώρα θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την σχέση μας, να δουλέψουμε με τα συναισθήματά μας, να βρούμε δραστηριότητες να κάνουμε μαζί, να βγούμε ακόμα και ραντεβού, να ερωτευτούμε από την αρχή. Έτσι είπε η κυρία «αηδίες» και μετράω το δεύτερο πενηντάευρο που πετάω και υπόσχομαι να είναι το τελευταίο. Γελάω που εξακολουθώ να τρέφω τον εγωισμό μου με αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «Σύνδρομο της Άδειας Φωλιάς» προκειμένου να μην αποδειχτώ ανακόλουθη με όλα όσα αρνιόμουν να παραδεχτώ τόσα χρόνια. Γελάω που δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να γεφυρώσω τόσα κενά, γιατί πολύ απλά δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο.
Για αυτό σου λέω, αηδίες. Αν είσαι πραγματικά ειλικρινής με τον ίδιο σου τον εαυτό τα ρέστα δεν τα ζητάς από κανέναν και με κανέναν τρόπο. Θα με βόλευε κάθε φορά που με αγνοούσε να κοιτάζω τα παιδιά μου στα μάτια και να τους θυμίζω πόσες θυσίες έκανα για αυτά, αλλά ένα θα σου πω και κράτα το καλά στο μυαλό σου να μην σου φύγει. Είκοσι χρόνια τώρα όλα τα κενά του γάμου μου είχαν την ταμπέλα «πάνω από όλα τα παιδιά». Προφανώς και δεν αντιλέγω πως το παιδί είναι το κέντρο του ηλιακού σου συστήματος, αλλά ξέρουμε όλοι πολύ καλά πως άλλο το κέντρο και άλλο ο μοναδικός πλανήτης.
Δεν θυμάμαι πια γιατί τον παντρεύτηκα. Ίσως επειδή από μικρό κοριτσάκι έπαιζα με τις φίλες μου με πλαστικά ροζ σετ τσαγιού τις κυρίες που ανταλλάσσουν επισκέψεις και ψάχνουν τούλια για να ντυθούν νύφες, ίσως επειδή τον ερωτεύτηκα, ίσως επειδή ήθελα να φύγω από το σπίτι μου, ίσως επειδή οι ευχές στα γενέθλια είχαν πάντα μέσα την λέξη «γάμος», ίσως επειδή όταν όλοι μου οι φίλοι ξενυχτούσαν για να αλλάζουν πάνες εγώ είχα περισσέψει ξεχασμένη στα μπαράκια, ίσως επειδή περνούσαμε καλά μαζί στις διακοπές με την παλιοπαρέα και νομίζαμε πως διακοπές θα ήταν πάντα, ίσως επειδή ήταν ο κατάλληλος για την μαμά, ίσως, ίσως, ίσως, τι νόημα έχει τώρα;
Στο πολύ καθοριστικό δια ταύτα και μετά από αρκετά χρόνια σχέση, πήραμε προφανώς την απόφαση μονόδρομο, κλείσαμε εκκλησία, παραγγείλαμε προσκλητήρια και όλα του πανηγυριού τα απαραίτητα και είχε ο κόσμος να ζηλεύει ευτυχία που κρεμόταν από τα μπατζάκια. Βάλαμε το κλειδί στην πόρτα του ολόδικού μας σπιτιού, βγήκαμε από τον παράδρομο και γίναμε μέρος της κανονικής ροής του κόσμου και επισήμως.
Τα βράδια έξω με φίλους και μετά έρωτα μέχρι τα ξημερώματα δίπλα στο δωμάτιο με την σιδερώστρα, το μελλοντικό παιδικό. Όλα αυτά τον πρώτο καιρό, αλλά επειδή η προσκόλληση σε χρόνους μελλοντικούς και ελπιδοφόρους έχεις ως τίμημα την πιο επικίνδυνη αδράνεια, η απόλυτη πλήξη εμφανίστηκε κάπως αργότερα. Θυμάμαι στην δεύτερη επέτειο του γάμου μας εκείνο το διήμερο που φύγαμε οι δυο μας, γιατί έτσι έπρεπε. Θυμάμαι που βγάλαμε εκατό φωτογραφίες αγκαλιά, αλλά δεν μιλιόμασταν για ώρες επειδή είχα ξεχάσει να πάρω μαζί τον φορτιστή του κινητού του. Για τις διακοπές τις καλοκαιρινές, ούτε λόγος χωρίς παρέα, αλλιώς δέκα μέρες ίσον δέκα αιώνες.
Θυμάμαι πως από την ημέρα που γυρίσαμε αποφάσισα να κρυφτώ τελείως πίσω από το δάχτυλό μου ρίχνοντας το βλέμμα στις βιτρίνες με τα παιδικά. Ένα παιδί θα μπορούσε να ολοκληρώσει μια ευτυχία που έμοιαζε να μην στηρίζεται καλά. Τα αδύναμα πόδια χρειάζονται δεκανίκια. Να φύγει και η σιδερώστρα από το δεύτερο δωμάτιο και να φτιαχτεί επιτέλους αυτό από την αρχή με άλλα χρώματα. Πρότζεκτ. Λες; Ναι, με άλλα χρώματα, λιγότερο βαρετά, πιο φωτεινά.
Ήρθε το πρώτο παιδί, κουνήθηκαν λίγο οι ισορροπίες και άλλαξε η ατμόσφαιρα. Ήρθε και το δεύτερο. Μετά τις κλασσικές ιστορίες για το ποιο όνομα θα δοθεί και πιο υποκοριστικό δεν θα θυμίζει τα πεθερικά ούτε για πλάκα, εγκαταστάθηκε στα εγκεφαλικά μας κύτταρα για τα καλά πια η νοοτροπία «πάνω από όλα τα παιδιά» σαν ιός κακός, έτοιμος να υποτροπιάσει ανά πάσα στιγμή.
Τα παιδιά μεγάλωναν όπως και οι απαιτήσεις. Διάβασμα, ιώσεις, εξωσχολικά, μαγείρεμα, ξενύχτια, ηλεκτρική σκούπα, καινούρια παπούτσια για τον μεγάλο, το πάρτι για τα γενέθλια της μικρής. Μιλούσαμε πια μόνο γι’ αυτά ή δεν μιλούσαμε καθόλου. Το καθημερινό τρέξιμο αρκούσε για να κρύβει καλά ό,τι απειλούσε να ξηλώσει το ελκυστικό οικοδόμημα που είχα φτιάξει προκειμένου να μην ανοίξω την πόρτα για να φύγω προσπαθώντας να αντιμετωπίσω την ίδια μου την ζωή πιο έντιμα. Αυτό όμως ήθελε πολύ θάρρος. Αργότερα κατάλαβα πως η ζωή που επέλεξα να ζήσω ήθελε πολύ περισσότερο. Βολεύτηκα λοιπόν στην αδράνεια του θεατή που παρακολουθεί το έργο με τα ποπ κορν αγκαλιά και άρχισα να σκεπάζω την συναισθηματική άπνοια που κυριαρχούσε μέσα στο ίδιο μου το σπίτι με κάθε τρόπο. Ίσως και με την υπερπροσπάθεια να είμαι η τέλεια μαμά. Υπερπροσπάθεια που κρατούσε τα παιδιά μου ομήρους σε εξαντλητικά προγράμματα που απαιτούσαν αντοχές πεζοναύτη. Ήμουν ετοιμοπόλεμη απέναντι σε ό,τι μπορούσε να υπονομεύσει την «ευτυχία» της οικογένειάς μου. Αν έπρεπε να μου φταίει κάτι αυτό προτιμούσα να είναι οι τροφές με γλουτένη παρά τα άδεια δικά του «αγάπη μου» ή το σώμα μου που δεν τον ένοιαζε να ακουμπήσει πια. Φυσιολογικό όμως μετά από τόσα χρόνια γάμου. Ε;
Στα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια και τις γιορτές που μαζευόντουσαν βλέμματα πολλά οι αγκαλιές έβγαιναν από τη καθημερινή τους ναφθαλίνη και οι κρίσεις πανικού καθώς και οι συναισθηματικοί εκβιασμοί έμπαιναν κάτω από το χαλάκι «πάνω από όλα τα παιδιά».
«Πάνω από όλα τα παιδιά», και πλήγωνε λιγότερο όταν αργούσε τα βράδια λόγω δουλειάς, «πάνω από όλα τα παιδιά» και δεν πείραζε που δεν χωρούσα στο περσινό μου τζιν, «πάνω από όλα τα παιδιά» και τι έγινε που ανταλλάσσαμε μηνύματα μεταξύ μας μόνο για το ποιος θα πάρει τον έναν από το μπάσκετ και την άλλη από το μπαλέτο, «πάνω από όλα τα παιδιά» γιατί ένα διαζύγιο είναι μαχαίρι που θα κουβαλάνε στην πλάτη τους για πάντα, «πάνω από όλα τα παιδιά» και ας μην καταφέρουμε ποτέ να επανορθώσουμε για την μελλοντική οικογένεια που θα φτιάξουν καθ’ εικόνα και ομοίωση με αυτήν μέσα στην οποία μεγάλωσαν, «πάνω από όλα τα παιδιά» και πολλές άλλες τέτοιες μπαρούφες να έχεις να γεμίζεις δύο ζωές.
Το κομοδίνο μου γέμισε με τα βιβλία της κυρίας Ροζαλίας Φέξε μου και Γλίστρησα. Τα βράδια που αργούσε, εγώ ντυνόμουν την Ισμήνη της και βόλταρα στις αμμουδιές το ηλιοβασίλεμα ψάχνοντας τον χαμένο μου έρωτα και την ζωή που δήθεν δεν έζησα εξαιτίας του. Με είχε ρωτήσει θυμάμαι πριν καιρό γιατί διαβάζω αυτές τις αηδίες. Προχθές που βγήκαμε για φαγητό με τον καινούριο του συνάδελφο και την γυναίκα του συζητούσαν για την κατάντια της γυναικείας λογοτεχνίας και εγώ προτιμούσα να τρώω για να μην μιλάω, που ξέρουν αυτοί καλύτερα από τους εκδότες. Που όταν τον κοιτάζω να κοιμάται δίπλα μου σκέφτομαι πως είναι ένας ξένος που δεν μου θυμίζει απολύτως τίποτα πια. Που έχουμε χρόνια να κοιμηθούμε αγκαλιά. Που τα ρεσό στο μυαλό μου τα ανάβω μόνο για τον ψηλό με τις φαρδιές πλάτες που έχει μάτια μόνο για την Ισμήνη του. Που τώρα που έφυγαν τα παιδιά από το σπίτι, μου τελείωσαν οι δικαιολογίες. Που όχι, αν με ρωτάς, δεν θέλω να τον γνωρίσω από την αρχή. Από τη αρχή τον γνώρισα κάποτε. Τώρα δεν έχω άλλα παιδιά για να πετάω τις δικαιολογίες μου. Είμαι σε μια ηλικία πια που δεν με ενδιαφέρει να εφεύρω τον τροχό της επικοινωνίας μαζί του. Έχω ξοδέψει την ενέργειά μου προ πολλού. Πως να γκρεμίσεις άλλωστε τοίχο ίσαμε δέκα μέτρα με ένα σφυράκι;
Προφανώς, κάθε φορά που σηκώνεις έναν τοίχο πρέπει να ξέρεις τι θέλεις να χωρίσεις από τι. Έτσι και κάθε φορά που τον γκρεμίζεις πρέπει να ξέρεις τι θέλεις να ενώσεις με τι.
Τα παιδιά έφυγαν και έμεινε μόνο μία οργή που κουράζει. Ο μεγάλος σπουδάζει στο Λονδίνο και η μικρή πέρασε σε άλλη πόλη. Είχα κουραστεί και εγώ πολύ είναι η αλήθεια και νόμιζα πως περίμενα πως και πως την ημέρα που θα έμπαινα σε αυτό το σπίτι και δεν θα με περίμενε στην γωνία κανένα πλυντήριο που πρέπει να απλώσω, κανένα «μαμά τι θα φάμε σήμερα;», κανένα «που είναι το τζιν μου;», κανένα «μου πήρες το βιβλίο της άλγεβρας;», κανένα «σε δέκα λεπτά θα είμαι στο φροντιστήριο», κανένα «οι καθηγητές δέχονται την άλλη Τετάρτη». Είχα την ψευδαίσθηση πως ίσως όλα να άλλαζαν μεταξύ μας, σαν μια τσίχλα που είχε κολλήσει για χρόνια στις σόλες των παπουτσιών μας και ξαφνικά θα εξαφανιζόταν ως δια μαγείας και θα μπορούσαμε ελεύθερα να πατάμε πάνω στο καινούριο χαλί.
Τώρα που η μέρα αυτή ήρθε επιτέλους στέκομαι έξω από την κλειστή πόρτα του σπιτιού και την κοιτώ. Βάζω το κλειδί στην κλειδαριά αλλά δεν ξεκλειδώνω. Αλλά φεύγω. Μην φανταστείς, μέχρι το περίπτερο στην γωνία θα πάω και θα ξαναγυρίσω. Θα πετάξω μετά την τσάντα μου στον καναπέ που κοιμήθηκε εκείνος χθες το βράδυ και μέσα στην απόλυτη ησυχία θα αναρωτηθώ που βρίσκεται. Θα διστάσω αλλά θα τον πάρω τελικά τηλέφωνο να τον ρωτήσω τι ώρα θα έρθει για να ζεστάνω το φαγητό. Φαγητό όμως δεν έχω στο ψυγείο. Θα τον πάρω τηλέφωνο για να επιβεβαιώσω πως ούτε εκείνος καίγεται να γυρίσει στο σπίτι, θα τον πάρω τηλέφωνο για να γίνει ένας ακόμα καυγάς που δεν με ενημέρωσε εγκαίρως πως θα αργήσει και εγώ μαγείρευα σαν ηλίθια, θα τον πάρω τηλέφωνο για να τον εκδικηθώ που έχει να κάνει κάτι καλύτερο από ό,τι εγώ. Αυτό με νοιάζει πραγματικά. Και σίγουρα η ψυχολόγος δεν εννοούσε αυτό όταν έλεγε πως θέλει δουλειά και από τους δύο για να χτιστεί ξανά η επικοινωνία μεταξύ μας.
Δεν σου κρύβω, αν και είμαι σίγουρη πως το έχει καταλάβει το ίδιο εύκολα που έχει βολευτεί σε αυτήν την κατάσταση και εκείνος για χρόνια ολόκληρα, πως περισσότερο με νιάζουν οι φωτογραφίες που έχω γεμίσει τις κορνίζες του σπιτιού μου και τα μάτια των φίλων παρά να τον χωρίσω και να φτιάξω την ζωή μου από την αρχή σαν κάτι γραφικές που τελικά μένουν στα αζήτητα. Εγωισμός; Φόβος; Όπως θες πες το, αλλά προτιμώ να κυνηγώ στον ύπνο μου τον ψηλό με τις φαρδιές πλάτες και ας γίνεται η άμαξά μου κολοκύθα κάθε πρωί. Ίσως να είναι και η κρίση της μέσης ηλικίας, που αυτή μοιάζει να είναι περισσότερο ασφαλής παρά επισφαλής επιλογή. Το Σάββατο πάντως κλείνουμε είκοσι χρόνια γάμου και έχω ακόμα άδειες κορνίζες να γεμίσω. Πάρτι ολόκληρο, εξήντα άτομα και βάλε με τα ποτήρια της σαμπάνιας στο χέρι και τις ευχές στο στόμα.
«Περνώντας από το ζαχαροπλαστείο μετά την δουλειά, μην ξεχάσεις να δώσεις προκαταβολή για την τούρτα που παρήγγειλα». Αυτό θα του στείλω σε λίγα λεπτά και θα αφήσω τα κενά πάλι εκτεθειμένα. Mind the gap και χρόνια μας πολλά προκαταβολικά.