«Μαμά, φέρε μου ένα ποτήρι νερό» λέει η μικρή μου κόρη. Αφήνω το σίδερο στην άκρη και της πηγαίνω το νερό στο σαλόνι που κάθεται και βλέπει το αγαπημένο της σήριαλ.
«Πες ευχαριστώ» της λέω κι εκείνη κάνει πως δεν με ακούει. Ξαναγυρνάω στη σιδερώστρα. Πως μαζεύονται έτσι τα ρούχα; Τρία πλυντήρια έχω να σιδερώσω και η ώρα είναι περασμένες δέκα το βράδυ. Σε λίγο θα γυρίσει και ο γιος μου από την προπόνηση και ο άντρας μου από το γυμναστήριο. Πηγαίνει κατευθείαν από το γραφείο στο γυμναστήριο για να κερδίζει χρόνο. Πατάω δύο-τρία πουκάμισα έχοντας στο νου μου και τα μπιφτέκια με τις πατάτες που ψήνονται στον φούρνο.
Η μικρή, ακούνητη στον καναπέ, λέει: «Πότε επιτέλους θα φάμε; Πεινάω». Η μικρή, που δεν είναι και τόσο μικρή, θα μπορούσε να σηκωθεί να ετοιμάσει κάτι μόνη της να φάει και να πάει για ύπνο. Έτσι, θα είχα τον χρόνο να ασχοληθώ με τους άντρες που θα έφταναν από λεπτό σε λεπτό. Βγάζω το σίδερο από την πρίζα και της ετοιμάζω ένα τοστ. Λουσμένη στον ιδρώτα κι αχνιστή από τον ατμό του σίδερου μύριζα σουπλίν. Η μικρή τρώει και μονολογεί: «Επιτέλους, μόνο τοστ θα φάω; Πότε θα είναι έτοιμο το φαγητό;» ρωτά και ξαναρωτά.
«Έλεος πια, όλα από μένα τα περιμένετε. Δούλα έχω γίνει εδώ μέσα» ξεσπάω.
«θέλω κι εγώ να κάτσω λίγο να ξεκουραστώ. Αύριο πρωί-πρωί θα πάω στο γραφείο. Πότε θα λουστώ, θα κάνω ένα μπάνιο, θα φάω μια μπουκιά ψωμί κι εγώ» συνεχίζω λες και κάποιος θα με καταλάβαινε. Θα έπιανε το σίδερο να τελειώσει τα ρούχα, θα έστρωνε τραπέζι και θα έκοβε την σαλάτα.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές είχε προσφερθεί η κόρη μου να σιδερώσει τα ρούχα, αλλά δεν την άφηνα. Όχι γιατί υπήρχε περίπτωση να καεί, αλλά διότι δεν θα τα έκανε, όπως εγώ ήθελα. Όπως εγώ ονειρευόμουν το τέλειο σιδέρωμα.
«Μαμά, φέρε μου καθαρά ρούχα στο μπάνιο. Θα κάνω ένα ντους και θα βγω» λέει ο γιος μου που ήδη χώθηκε στο μπάνιο, αλλά βαρέθηκε να πάρει μόνος του τα ρούχα του.
Σιωπηλά, πηγαίνω τα ρούχα, μάνα είμαι, ποιος άλλος θα ενδιαφερθεί. Τον περιμένω να βγει από το μπάνιο για να συμμαζέψω. Οι πετσέτες κάτω στα πλακάκια, τα βρωμερά αθλητικά μέσα στον νιπτήρα και η μπανιέρα; Παίρνω το ζιφ την καθαρίζω για να μπει ο επόμενος. Η ώρα έχει ήδη πάει έντεκα. Επιταχύνω τους ρυθμούς στο fast forward για να προλάβω. Να τους προλάβω όλους.
Τα παιδιά αραχτά στους καναπέδες μαζί με τον πατέρα τους χαζογελάνε. Τι ωραία εικόνα; σκέφτομαι. Χαλάλι η κούραση. «Το φαγητό είναι έτοιμο. Ελάτε» φωνάζω. Ουδεμία ανταπόκριση. «Έλα βρε μαμά, φέρε το φαγητό εδώ. Βλέπουμε κάτι στην τηλεόραση» λέει ο γιος μου. «Ναι, βρε γυναίκα, κάνε έναν κόπο» συμπληρώνει το έτερον ήμισυ.
Έναν κόπο; Μόνο έναν κόπο; Σκίζομαι από το πρωί μέχρι το βράδυ και ούτε ένα ευχαριστώ. Όλα στα χέρια τους τα δίνω. Δούλα κατάντησα εδώ μέσα!». Και η ιστορία συνεχίζεται κάπως έτσι.
Όταν κατάκοπη πια, πέφτω στο κρεβάτι ένα ουφ βγαίνει από το στόμα μου. «Τι έχεις;» ρωτά ο καλός μου. «Κούραση, τρέχω από το πρωί να τα προλάβω όλα». «Να πάρεις γυναίκα για τις δουλειές. Να μάθεις τα παιδιά σου να κάνουν και κάτι εδώ μέσα» λέει κρατώντας το τηλεκοντρόλ κι αλλάζοντας τα κανάλια, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στο μυαλό μου.
Μα τι μου λέει; Ξένη γυναίκα στο σπίτι μου, λες κι εγώ δεν είμαι άξια; Μια ξένη γυναίκα να σιδερώνει τα ρουχαλάκια των παιδιών μου; Να μισοκαθαρίζει το μπάνιο και να κολλήσουμε μικρόβια; Μα τι μου λέει; Τα παιδιά σου; Λες και τα έκανα με κανέναν άλλον. Ποτέ. Ποτέ. J’amais!
Δούλα και κυρά. Αυτό είμαι. Δούλα και κυρά.
Και με αυτές τις σκέψεις αποκοιμιέμαι προσπαθώντας να ξεκουράσω το ταλαίπωρο κορμί μου. Έπρεπε να σηκωθώ ένα δίωρο νωρίτερα να ποτίσω τις γλάστρες του κήπου. Ο άντρας μου δεν ξέρω αν θα τις πότιζε σωστά. Ίσως έριχνε περισσότερο νερό και μου τις ξέραινε. Δεν παίζουν με αυτά, έτσι δεν τον άφηνα ποτέ να ανακατευτεί με τον κήπο.
Και έτσι συνεχιζόταν η ζωή. Επέστρεφα από το γραφείο, έβγαζα το ταγέρ και τις γόβες και έβαζα το φακιόλι και την ποδιά.
Το μόνο που άκουγα ήταν «φέρε, φέρε, φέρε». Αγόγγυστα προσέφερα με την ελπίδα ότι θα ακούσω ένα ευχαριστώ. Ήθελα να προσφέρω, να κάνω το καθήκον μου ως μάνα, σύζυγος και νοικοκυρά.
Είχα στέψει τον εαυτό μου δούλα.
Το κυρά είχε πάει περίπατο. Και τι άκουγα; «Εσύ θέλεις να τα κάνεις όλα μόνη σου. Εμάς δεν μας νοιάζει αν το μπάνιο είναι ακατάστατο. Εσύ ξεσκονίζεις κάθε μέρα, λες και κάποιος θα σου κάνει παρατήρηση για την σκόνη». Και άλλα τέτοια.
Τα χέρια μου είχαν αγριέψει από τα πλυσίματα και τα νύχια μου είχαν φαγωθεί.
«Καλά, δεν πας να κάνεις και κανένα μανικιούρ» μου έλεγε συχνά ο σύζυγος.
Το μανικιούρ θα κοιτάω τώρα ή τις δουλειές που έχουν μείνει πίσω!
Ξεπατώθηκα να υπηρετώ, χωρίς να μου έχει ζητηθεί.
Όταν μια φορά τον μήνα, έβγαινα για καφέ με τις φίλες μου ένιωθα τόσο ένοχη που άφησα το ξεσκονόπανο και την σφουγγαρίστρα, που γύριζα στο σπίτι και έκανα τις δουλειές μου μέχρι αργά το βράδυ. Πολλές φορές και μετά τα μεσάνυχτα. Γιατί είναι δικές μου οι δουλειές. Δική μου η σφουγγαρίστρα κι η σκούπα η ηλεκτρική και δεν θα αφήσω τα όπλα μου ποτέ. Σε κανέναν άλλον.
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού