Μακελειό. Κι ένας δρόμος στρωμένος με πτώματα. Σκληρά βίντεο, τρεμάμενες εικόνες τραβηγμένες άτεχνα από κινητά, δεκάδες «κλικ», που αργά, υπόγεια, σε/με/μας εθίζουν στη φρίκη.
Εικόνες από μια θραυσματική πραγματικότητα, στρεβλή, σαν ψεύτικη (ή έστω όχι απολύτως αληθινή), σαν από ταινία: σώματα – σώματα παιδιών – σκεπασμένα με ισοθερμικές κουβέρτες, ρούχα και παπούτσια παράταιρα, άδεια καρότσια, παρατημένα παιδικά παιχνίδια, σκόρπιες κουβέντες στα δελτία, «τρόμος», «ο μακελάρης της Νίκαιας όρμησε σαν τρελός», «oι άνθρωποι πετάγονταν στον αέρα σαν κορύνες μπόουλινγκ» – πόσους τρόπους, πόσες λέξεις πια να βρεις για να περιγράψεις το αδιανόητο; 84 νεκροί, λίστες με τραυματίες, λίστες με αγνοούμενους, το facebook ενεργοποιεί ξανά την εφαρμογή safety check για την Νίκαια. Φόβος.
Οι ειδικοί λένε πως το «χτύπημα» στη Νίκαια, ανήμερα της γαλλικής εθνικής γιορτής, είχε «πολλαπλούς συμβολισμούς» – ήταν (άλλο ένα) άπερκατ στο πρόσωπο της «κραταιάς» Ευρώπης, και μάλιστα, σε μια «απεχθή» (για τους μουσουλμάνους) περιοχή που «γειτνιάζει με καζίνο και αμαρτωλά κέντρα διασκέδασης». Με τη διαφορά ότι, αυτή τη φορά, ο «μακελάρης» δεν χτύπησε ένα αεροδρόμιο, ένα δημόσιο κτίριο, μια εφημερίδα, το μετρό. «Θέρισε» σώματα σε μια εσπλανάδα. Σε μια γιορτή, με μαμάδες και μπαμπάδες, με παιδιά, ποδήλατα, μπαλόνια, παγωτά και πυροτεχνήματα. Μεσοκαλόκαιρο. Ο στόχος, αυτή τη φορά δεν ήταν η Νίκαια, η Γαλλία, η Ευρώπη. Ήταν το ίδιο το «δυτικό όνειρο» της ευτυχίας. Η καρδιά μιας – από καιρό χαμένης- αθωότητας. Και τώρα; Φόβος.
Η “κραυγή” και ο φόβος
Σύμφωνα με τα προσωπικά ημερολόγια του Έντβαρντ Μουνκ, η ιδέα για την περίφημη «Κραυγή» του ήρθε την ώρα που κοίταζε προς τα κάτω, πέρα από το νορβηγικό τοπίο, ενώ βρισκόταν σε ένα ύψωμα. Η Οδύνη του είχε χρώματα μπλε και μαύρα και φλογάτα κόκκινα, είχε πρόσωπα που αποσχηματοποιούνταν, που έλιωναν μέσα στο περίγραμμά τους.
Αν ζωγράφιζε τον Φόβο, νομίζω πως θα έκανε απλώς μια χοντρή, μαύρη κουκκίδα – γιατί ο Φόβος αυτό κάνει. Σε ζαρώνει, σε συμπιέζει, σε κάνει να περιδινείσαι σε ένα σκοτάδι ολοένα βαθύτερο, χωρίς παράθυρα, ρωγμές και ανοίγματα. Σε μικραίνει.
Και κάθε τέτοιο χτύπημα – ακόμα και όταν νομίζουμε πως δεν μας αφορά ή όταν διαδηλώνουμε περήφανα, πως «η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να συνεχίζεται» – ανοίγει μια πόρτα στον Φόβο. Για το άγνωστο, το ξένο, το «άλλο», το διαφορετικό. Το κάνει αργά, ανεπαίσθητα, με ένα ήσυχο τρίξιμο, αλλά πριν το καταλάβεις είναι κιόλας εκεί: Στα «όχι». Στα «και αν» μας. Από πέρυσι, από το χτύπημα στο Charlie Hebdo, μέχρι σήμερα, ξέρω τουλάχιστον τέσσερις ανθρώπους που άρχισαν να αποφεύγουν συστηματικά τα πολυπρόσωπα εμπορικά κέντρα. Και τα multiplex σινεμά. Και τις εμπορικές λεωφόρους σε ώρες και μέρες αιχμής.
Μια φίλη μου, μου δήλωσε πριν λίγο καιρό απερίφραστα, πως δεν πρόκειται να ξαναμπεί σε μετρό («Όχι, όχι, δεν νομίζω πως κινδυνεύω όμως… και αν;» . Γνωστό μου ζευγάρι γιατρών, αποφάσισε να αναβάλλει για φέτος τα ταξίδια του στο εξωτερικό – ακόμα και τα επαγγελματικά, για ενημέρωση και τα συνέδρια. (Η Ρώμη, το Βερολίνο, η Βαρκελώνη, είναι, μου εξηγούν, «στόχοι», αυτή την εποχή). Διαβάζω φίλους και φίλες αρθρογράφους που θρηνούν για τα παιδιά μας, τα οποία δεν θα γνωρίσουν την ελεύθερη, αβασάνιστη περιπλάνηση στον κόσμο, την «ωραία αλητεία» της περιπέτειας, σε μια Ευρώπη χωρίς σύνορα, με ένα σακίδιο στον ώμο. Θρηνώ μαζί τους για κείνα και για μένα.
Βλέπετε, ο νέος Φόβος μας, (αυτός ο βαθύς, ο αταβιστικός Φόβος της επιβίωσης), δυστυχώς, δεν είναι αόριστος – έχει μέγεθος, μάζα και όγκο. Κάθεται στους ώμους μας, βαραίνει στο περπάτημά μας, απομυζά τη λογική μας.
Κάνει προτάσεις, όπως το «προκειμένου να αποφύγει ένα μακελειό όπως αυτό της Νίκαιας, η Αμβέρσα εφοδιάζεται με τανκς» (σ.σ. αστυνομικά τανκς που θα χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων για να μπλοκάρονται οι δρόμοι!!!) να ακούγονται σχεδόν ευλογοφανείς και απαραίτητες. Κάνει το κλείσιμο το συνόρων ένα «χρήσιμο μέτρο». Μπορείς να υποκρίνεσαι πως δεν συμβαίνει τίποτα, στην ουσία, όμως, όταν έχεις δει ανθρώπους – απλούς ανθρώπους, σαν εσένα, σαν εμένα – να κλαίνε δίπλα σε πτώματα, μετά από μια γιορτή ή να τρέχουν, αλλόφρονες στο δρόμο, με ένα παιδί στην αγκαλιά, ΚΑΤΙ έχει συμβεί και κάτι έχει «χαλάσει». Κι αυτό δεν αλλάζει – ακριβώς όπως ένα χαρτί τσαλακωμένο, δεν ισιώνει ποτέ, δεν ξαναγίνεται ποτέ λείο, αρυτίδιαστο, χωρίς τσακίσματα.
Τελικά, είναι ακριβώς όπως το λέει, αυτό το τελευταίο trending topic στα social media, το #JeSuis Épuisé. Ναι, ήμουν κι εγώ Paris, Bruxelles, Orlando, Instabul, Bagdad. Αλλά τώρα, είμαι απλώς κουρασμένη και φοβάμαι. Και φοβάμαι να φοβάμαι.
Γράφει η Κάλλια Καστάνη για το ladylike.gr