Ποτέ δεν είναι αργά για να παραδεχτείς ένα λάθος. Αρκεί κάποια στιγμή να το κάνεις.
Αυτό σας έμαθα, έστω και από μακριά. Και ίσως να ήταν και το μοναδικό.
Δεν ήμουν πατέρας.
Ήμουν μια “ιδέα” από κάποιο μάθημα στο αναγνωστικό σας. Μια φωτογραφία πάνω σε μια βιβλιοθήκη. Μια λέξη σε στόματα αγαπημένων που μνημόνευαν, όπως κάνουν συνήθως με τους πεθαμένους, να μην αναστατώνονται οι ψυχές ότι ξεχάστηκαν. Τί άλλο ήμουν; Δώρα από κάθε μέρος του κόσμου που καθαγιάζουν τις ενοχές και φιμώνουν προσωρινά το στόμα της απουσίας. Τι άλλο; Α ναι και τηλέφωνα στις γιορτές. Έστησα μια σχέση μαζί σας μέσα από σύρματα και καλώδια.
Ήμουν μια φωνή τελικά μέσα από ένα ακουστικό. Όμως για όλα αυτά, πάντα είχα την τέλεια δικαιολογία. “Δουλεύω, για να μην σας λείψει τίποτα”. Την ίδια ακριβώς δικαιολογία που αναμάσαγε και η μάνα σας για να με μισήσετε. Την αναμάσαγε τόσο συχνά και με τέτοιο πάθος, που την πίστεψε στο τέλος και η ίδια. “Ο μπαμπάς δεν θα είναι μαζί μας το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, στις διακοπές, γιατί είναι στο εξωτερικό. Δουλεύει για μας, για να μην μας λείψει τίποτα”.
Σπατάλησα μια ζωή σε ταξίδια, συνέδρια και meeting. Τις περισσότερες ώρες της ζωής μου τις έχω περάσει σε αφιλόξενα δωμάτια ξενοδοχείων. Έχω αποκοιμηθεί σε κρύα μαξιλάρια, σε πλάτες καθισμάτων αεροπλάνων και αεροδρομίων και σπάνια δίπλα σας. Και όχι για να μην σας λείψει τίποτα, αλλά για να κυνηγήσω το όνειρό μου, την καριέρα μου. Να διατηρήσω την “εξουσία” που μου έδινε η δουλειά μου και τον αυτοσεβασμό μου. Γιατί έτσι είχα μάθει να μετράω την ευτυχία. Με bonus, χειροκροτήματα σε ομιλίες και έναν τραπεζικό λογαριασμό που δεν αδειάζει ποτέ.
Όσο χάραζα budget για λογαριασμό άλλων, εσείς μεγαλώνατε. Ζούσατε τις δικές σας προσωπικές περιπέτειες, τις δικές σας αγωνίες κι εγώ μάθαινα για σας από τη μάνα σας. Σας ζούσα μέσα από φωτογραφίες και από βίντεο που σύλλεγε με πάθος για να μου τα δείξει και να με κρατήσει μέσα στις ζωές σας.
Τα νέα σας, τα κατορθώματά σας και όλο αυτό το πολύτιμο υλικό έμοιαζε για μένα σαν εκείνο το “σκοινί” που κρατά τους αστροναύτες δεμένους με το σκάφος, για να μην εκτοξευτούν και χαθούν στο άπειρο για πάντα.
Μιλούσαμε συχνά μαζί στο τηλέφωνο, αλλά όχι όσο συχνά θα έπρεπε. Όταν μπορούσα να μιλήσω είχατε πέσει για ύπνο, είχατε φύγει για το σχολείο ή ήσασταν σε κάποια δραστηριότητα. Η ζωή δεν περιμένει. Συνεχιζόταν αμείλικτη κι εσείς σβήνατε κεράκια από τούρτες, στολίζατε χριστουγεννιάτικα δέντρα και παίρνατε μέρος σε σχολικές παραστάσεις… Σε όλα αυτά υπήρχε πάντα μια άδεια θέση στο τραπέζι, στο σαλόνι και στα θέατρα. Η παρουσία μου ήταν πάντα αισθητή δια της απουσίας μου.
Όταν έδωσες πανελλήνιες έμαθα ότι πέρασες στη σχολή που τόσο επιθυμούσες, μετά από πολύ κόπο και διάβασμα. Εγώ βρισκόμουν πάλι στην Ευρώπη και αναμενόταν να γυρίσω σε ένα μήνα, κι αυτό για λίγες μέρες. Αυτή την φορά είχα βάλει στοίχημα ότι θα μιλούσαμε στο τηλέφωνο οπωσδήποτε. Πήρα δυο τρεις φορές μέσα στη μέρα και τελικά κατάφερα να σε πετύχω. “Λέγεται” ρώτησες; “Αντρέα μου” σου είπα και η φωνή μου έκανε κελαρύσματα από συγκίνηση. “Ποιος είναι;” με ρώτησες. Δεν αναγνώρισες τη φωνή μου. Και ποιος θα μπορούσε να σε κατηγορήσει γι’ αυτό; Δεν μπόρεσα να μιλήσω και έκλεισα το τηλέφωνο ντροπιασμένος.
Πέντε χρόνια αργότερα, επέστρεψα για τα καλά στην Ελλάδα. Τα παιδιά μου ήταν 23 και 21 ετών πια. Μιλώντας με την κόρη μου ένα βράδυ Καλοκαιριού στη βεράντα μου είπε, πως όταν ήταν μικρή, επειδή με άκουγε μόνο από το τηλέφωνο, νόμισε πως ο μπαμπάς είναι ένα ανθρωπάκι που κατοικεί εκεί μέσα. Τότε είχε ξεβιδώσει το ακουστικό για να με ξετρυπώσει και να με δει επιτέλους.
Αυτή είναι, ίσως, η πιο θλιβερή ιστορία που θα μπορούσε να διηγηθεί ένα παιδί για τον πατέρα του και τα λέει όλα.
Γράφει ο Ηλίας Σιδέρης
Διαβάστε επίσης:
Ο μύθος του αδικημένου πατέρα
Μισός πατέρας, μισός γιος