Μεγάλωσες, σπούδασες, δουλεύεις. Ήρθε η ώρα να εγκαταλείψεις το πατρικό σπίτι, να ζήσεις μακριά από την μάνα σου και να φτιάξεις το δικό σου σπιτικό. Επιτέλους ένα όνειρο που θα γίνει πραγματικότητα. Ανεξαρτησία! Ήρθε η ώρα της ανεξαρτησίας σε όλους τους τομείς. Τώρα εσύ αποφασίζεις για όλα. Σαν όνειρο που συνεχίζεις να βλέπεις με τα μάτια ανοιχτά. Το δικό σου σπίτι. Μικρό μεν, χωρίς πολυτέλειες, δικό σου δε. «Που θα πας παιδάκι μου; Πως θα τα καταφέρεις;» με φανερή αγωνία διατυπώνει τους προβληματισμούς της η μητέρα. Εσύ για να την καθησυχάσεις, λες λόγια παρηγορητικά, της εξηγείς ότι «ρε μάνα δεν θα χαθούμε, θα έρχομαι να σε βλέπω. Δεν πάω και στην Αμερική. Δύο τετράγωνο παρακάτω».
Η μάνα όμως βλέπει ότι ο ρόλος της συρρικνώνεται. Ενώ ήταν πρωταγωνίστρια, τώρα θα πρέπει να συμβιβαστεί με κάτι μικρότερο, δεύτερο, ρόλο κομπάρσου. Έτσι, ξεκινά να εισχωρεί σιγά σιγά στη νέα ζωή του παιδιού της. Το παιδί της από την άλλη μεριά για να μην την πληγώσει, της αφήνει χώρο. «Καλημέρα παιδί μου. Πήρα να δω πως είσαι» λέει στο τηλέφωνο στις επτά και μισή το πρωί. Εσύ από ευγένεια πάντα μιλάς γλυκά, μάνα σου είναι εξάλλου. Επιπλέον, πρέπει να περάσει και κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα προσαρμογής. Δεν θέλεις να είσαι απότομη, δείχνεις ανοχή. Είναι ήδη πληγωμένη που έφυγες από το σπίτι. Έτσι σιγά σιγά εισβάλει στον προσωπικό σου χώρο, τα πολυπόθητα λίγα τετραγωνικά που απέκτησες μετά από τόσα χρόνια καταπατούνται και η νέα κοινωνική σου ζωή, που με κόπο χτίζεις λιθαράκι λιθαράκι, επιδέχεται κριτικής και περιορίζεται.
Η μάνα έχει άποψη για όλα. Γα την επίπλωση, για τα ψώνια του σούπερ μάρκετ, για το κομμωτήριο, για τις επισκέψεις στο σπίτι σου, για τα τραπεζώματα. Έχει άποψη, διότι εσύ έκανες το λάθος. Πίστεψες ότι τώρα που ενηλικιώθηκες και έχεις δικό σου σπιτικό μπορείς στα ίσα να μιλήσεις για τους προβληματισμούς σου, για το νοικοκυριό σου, για τα έξοδα που έχει ένα σπίτι με την μάνα σου που είναι «παλιά». Οι εμπειρίες της τόσα χρόνια θα σε βοηθούσαν. Εξάλλου τι πιο ωραίο και ψυχοθεραπευτικό να μοιράζεσαι τις ανησυχίες σου με ομοϊδεάτισσες! Ως δια μαγείας όλα λύνονται. Έτσι νομίζεις.
Η μάνα όμως δεν θέλει και πολύ, ως έμπειρη σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, να εισβάλει με τον τρόπο της στον χώρο σου και να εξουσιάζει ακόμα ένα σπιτικό. Θαυμαστό είναι ότι μπορεί και ασκεί εξουσία από μακριά. Έχει λόγο για τα πάντα στη ζωή σου σε τέτοιο βαθμό, που νιώθεις ότι ζει στην διπλανή κρεβατοκάμαρα. Η τηλεφωνική επικοινωνία είναι καθημερινή, έχεις δώσει τα κλειδιά του σπιτιού σου να ποτίζει τα λουλούδια ή για να μην συμβεί κάτι, όταν εσύ λείπεις. Αυτό το απλό, της δίνει το δικαίωμα να επεκταθεί, να αποκτήσει περαιτέρω οικειότητα και να αναμειχθεί στα οικονομικά σου και γιατί όχι και στα προσωπικά σου. Τυχαίνει πολλές φορές να περνά (τυχαία) από το σπίτι σου και να ανοίγει την πόρτα με τα κλειδιά που εσύ της έδωσες. Συνεπώς είναι αυτόπτης μάρτυρας της καθημερινότητάς σου. «Μην βάζεις τόσο συχνά πλυντήριο. Θα γονατίσεις όταν έρθει η ΔΕΗ» ή «Σιγά, ο Γιάννης ήρθε επίσκεψη και δεν έφερε ούτε μια τούρτα». Μάταια προσπαθείς να την πείσεις ότι ο Γιάννης πέρασε απλά και μόνο για να σε συνοδεύσει στο σινεμά. Και πνίγεσαι. Και ασφυκτιάς. Και αναρωτιέσαι μήπως έκανες λάθος που έφυγες από την μάνα σου. Και νιώθεις διπλά καταπιεσμένη. Και δεν αντέχεις άλλο να επεμβαίνουν στη ζωή σου. Βοήθεια, θες να φωνάξεις βοήθεια.
Όμως η μάνα καταλαμβάνει όσο χώρο εσύ της αφήνεις. Έτσι κι’ αλλιώς η μάνα από ένστικτο και μόνο, από την φύση της, προστατεύει τα παιδιά της μέχρι να κλείσει τα μάτια της. Πώς θα οριοθετήσεις τον χώρο σου; Μήπως είναι τώρα πια αργά; Οι σκέψεις σε περικυκλώνουν. Νιώθεις να πνίγεσαι και θέλεις οξυγόνο. Αποφασίζεις να της μιλήσεις, να της εξηγήσεις ότι είσαι πια μεγάλο κορίτσι και μπορείς και μόνη σου. Προσπαθείς να την κάνεις να μην νιώσει περιττή. Η τρίτη ηλικία είναι ευαίσθητη και αυτό το γνωρίζεις, έχει επίσης πολλά ακόμα να προσφέρει σε άλλους όμως τομείς. Δεν θέλεις σε καμία περίπτωση να την απαξιώσεις. Εσύ μιλάς έχοντας απέναντί σου την μάνα σου, της εξηγείς, της αναλύεις τους προβληματισμούς σου, την αποκαλείς «μανούλα». Βλέπεις όμως δάκρυα στα μάτια της. «Δεν με θέλεις πια. Έχεις τη ζωή σου. Γι’ αυτό σε μεγάλωσα και θυσιάστηκα; Αυτό είναι το ευχαριστώ;» και νιώθεις τύψεις που προκάλεσες τόση δυστυχία.
Γιατί είναι επίπονο να αποσύρεις κάτι που απλόχερα έδωσες. Είναι σαν να παίρνεις πίσω το γλειφιτζούρι από το μικρό παιδί.
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού