Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στο νησί. Εγώ και η μικρή μου κόρη.
Για 15 μέρες που φαντάζουν μήνες ολόκληροι γιατί εκεί δεν τρέχεις πια να προλάβεις τίποτα. Το μυαλό και το κορμί σκορπάνε σε καθημερινές μικρές απολαύσεις, βουτιές, ξυπόλητα πόδια, βαρκάδες, δροσερά αεράκια και όλα αυτά που σημαίνουν καλοκαίρι.
Κάθε χρόνο ανοίγουμε την ετοιμόρροπη ξύλινη πόρτα του μικρού μας σπιτιού στο νησί και με το που αντικρίζουμε την αυλή με την κληματαριά ημερεύουμε μέσα μας. Εγώ παρατάω τις βαλίτσες στο πλακόστρωτο και πάω να φτιάξω έναν καφέ, και εκείνη λέει φεύγω, πάω να βρω τα παιδιά να τους πω ότι ήρθα.
Ξεχύνεται στα στενά και ξέρω ότι θα την ξαναδώ μετά από ώρες. Αυτή την αλάνα των παιδικών μου χρόνων την βρίσκει και εκείνη εδώ μόνο για 15 μέρες. Δεν ξέρω αν είναι αρκετές. Αλλά και 55 μέρες να ήταν και 105, ποτέ δεν είναι αρκετές για τέτοια ζωή. Τις πρώτες μέρες δεν μαζεύεται με τίποτα, προσπαθεί να ξεράσει όλη την πόλη από μέσα της αν γίνεται, να πετάξει το καυσαέριο από τους πόρους του σώματός της και να ξεχάσει όλα τα φοβεριστικά που της έχω πει για την ασφάλειά της για περίεργα αυτοκίνητα και αγνώστους που θα της πιάσουν την κουβέντα.
Εδώ δεν υπάρχουν τέρατα, μόνο γείτονες που τους ξέρουμε με τα μικρά τους ονόματα, και φιλόξενα δρομάκια με πεζούλες, βουκαμβίλιες, εξημερωμένα αδέσποτα, γιαγιάδες ξεχασμένες σε πεζούλια και παιδιά, μελίσσι πραγματικό, που σαν κι εκείνη, παλεύουν να προλάβουν να παίξουν με την ψυχή τους, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ρολόι, χωρίς “πρέπει” και “μη”. Να παίξουν σαν να μην υπάρχει αύριο.
Βάζω τον καφέ και από το στενό εισβάλλουν λατρεμένοι ήχοι “φτου ξελευτερίαααααααα”, “σε είδα, σε είδααααααα πίσω από τα ξύλααααα”, τρεχαλητά, γέλια, μια μπάλα που χτυπάει σε ένα παντζούρι και μετά κυλάει στο δρόμο και μετά ξανασκάει κάτω και πάλι γέλια και τρεχαλητά και όλο αυτό δεν έχει τέλος. Σε δυό ώρες περίπου θα μπει στο σπίτι τρέχοντας, με πρόσωπο αναψοκοκοκνισμένο από τη λύσσα του παιχνιδιού, ιδρώτα να τρέχει ποτάμι στους κροτάφους της, και με την πρώτη βρώμα της ημέρας στα ρούχα της. Θα πιει νερό βιαστικά, “σιγά παιδί μου θα πνιγείς”, θα της πω”, θα κάνει ένα “αχχχχχ” ξεδιψάσματος και χωρίς να μου μιλήσει θα ξεχυθεί πάλι στο δρόμο γιατί ο χρόνος μετράει από τώρα και περνάει σαν αέρας. Η ώρα θα περάσει, θα βγω στην πόρτα να δω τι γίνεται, να την φωνάξω να φάει κάτι, βάζω μια φωνή “δεν πεινάωωωωωωωωωω” ακούω μια απάντηση λαχανιασμένη πάνω σε ένα δέντρο, θα ξαναμπώ μέσα δήθεν τσαντισμένη, αλλά μέσα μου θα γελάω δυνατά.
Θα έρθει το βράδυ και θα γυρίσει το πιο ευτυχισμένο κουρέλι του πλανήτη, με γδαρμένα πόδια, μελανιασμένα χέρια που θα μου τα δείξει ένα ένα, σαν παράσημα και θα ονοματίσει που και πώς τα απόκτησε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Θα κάνει ένα ντους σε ημιλιπόθυμη κατάσταση από την κούραση και θα πέσει στο κρεβάτι. Πριν κλείσει τα μάτια της θα μου πει, αυτά που μου λέει κάθε χρόνο “γιατί δεν μένουμε εδώ για πάντα”, “εδώ δεν με μαλώνεις όπως στην Αθήνα”, “είσαι πιο χαρούμενη κι εσύ εδώ, σε βλέπω”, “και πιο καλή” και “δεν σε νοιάζει όταν λερώνομαι ε”. “Μπα, καθόλου” της λέω. “Γιατί;”, “γιατί έτσι φαίνεται ότι πέρασες καλά”. “Ε τότε αύριο θα λερωθώ περισσότερο”, λέει γελώντας. “Ναι, αν δεν λερωθείς, μην τολμήσεις να γυρίσεις σπίτι” της λέω δήθεν αυστηρά και κάπως έτσι κοιμάται.
Και κάπως έτσι περνάνε 15 μέρες. Όπως θα έπρεπε να περνάνε 365.