Υπάρχουν μητέρες – και εγώ ανήκω σε αυτές- που τα παιδιά τους τις χειρίζονται σαν μαριονέτες. Η γνώση πως άλλες γυναίκες δεν υπήρξαν τόσο τυχερές ώστε να αποκτήσουν παιδιά, η επίγνωση του πόσο εύθραυστη είναι η λεγόμενη «Αγία Ρουτίνα», η αντίληψή μου πως: “υγεία να υπάρχει κι όλα τα άλλα είναι ασήμαντα” με οδήγησαν, με τα χρόνια, στο να γίνω υπηρέτης τριών αφεντάδων. Των παιδιών μου.
Καμία φορά έπιανα τον εαυτό μου να φοβάται στην ιδέα και μόνο κάποιου ξεσπάσματός τους. Σφιγγόταν η καρδιά μου, ανέβαζα πίεση. Κι αν αντιδρούσαν σε αυτό που θα τους έλεγα; Κι αν γινόταν φασαρία; Ας το φέρω μαλακά – έλεγα, μέσα μου-, ας αποφύγω τις λέξεις που τους εκνευρίζουν, ας είμαι πιο διπλωματική, ας είμαι πιο ευέλικτη, ας κάνω καμιά έκπτωση στα όρια και στους κανόνες… Καμιά φορά κρατούσα την αναπνοή μου, περιμένοντας να δω αν θα συνεργαστούν ή όχι σε κάποιες οδηγίες ή σε κάποια απλή εντολή.
Όλοι οι γονείς είμαστε λίγο ως πολύ ενοχικοί. Λείπουμε πολλές ώρες, δουλεύουμε πολύ, αφήνουμε ελλείμματα στα παιδιά μας. Έτσι σκεφτόμαστε, έτσι νιώθουμε. Οπότε υποχωρούμε και στο πιο παράλογο καπρίτσιο, ή συμβιβαζόμαστε με την πιο παράλογη συμπεριφορά. Κι όσο πιο πολύ υποχωρούμε εμείς, τόσο πιο πολύ φουντώνει η παράλογη απαίτηση.
Μερικά παραδείγματα: Έχω περάσει αμέτρητα πρωϊνά παρακαλώντας τη μικρή μου κόρη να ντυθεί για το νηπιαγωγείο. Οι κάλτσες δεν της άρεσαν ή η μπλούζα δεν της πήγαινε, το κολατσιό της δεν ήταν το επιθυμητό ή αυτό που τραβούσε η όρεξή της, το κοκαλάκι για τα μαλλιά δεν ήταν αρκετά εντυπωσιακό ή παραήταν εντυπωσιακό, ήθελε να φορέσει πέδιλα ενώ έξω έβρεχε καρεκλοπόδαρα, ήθελε μπότες ενώ έξω είχε 40ο υπό σκιά. Αν δεν υπέκυπτα στις παραξενιές της, ξεσπούσε θύελλα φωνών ή ακόμη και σπαρακτικά δάκρυα.
Η μεγάλη μου κόρη πάλι εφάρμοζε τη σιωπή και την αταραξία ως μέθοδο πίεσης. Πολλές ώρες μου πήγαν χαμένες προσπαθώντας να την κάνω να ανταποκριθεί στα καλέσματά μου. Η μέθοδός της ήταν απλή αλλά απίστευτα αποτελεσματική στο σπάσιμο των δικών μου νεύρων. Η μέθοδος «κάνω πως δεν ακούω» μπορεί να σε βγάλει έξω από τα ρούχα σου, εσένα τον γονιό, ειδικά σε στιγμές που ο χρόνος πιέζει και κάποια δουλειά ή μετακίνηση πρέπει να γίνει.
Ο γιος μου, πάλι, προτιμούσε την επίθεση. Επειδή είναι η καλύτερη άμυνα. Μόλις η δύστυχη μάνα τολμούσε να ψελλίσει μία παράκληση (ποτέ εντολή) ακολουθούσε τρικυμιώδης αντίδραση, σεισμός πολλών ρίχτερ, φωνές που έσπαγαν τζάμια από τα ντεσιμπέλ.
Σε μία από αυτές τις… τρυφερές οικογενειακές στιγμές, κατά την οποία δεχόμουν κατά μέτωπο επίθεση (επί τρία), έχοντας κυριολεκτικά κολλήσει την πλάτη στον τοίχο από την απελπισία, η μητέρα μου, που έτυχε να είναι μπροστά, είπε τη γνωστή ατάκα: «Εμ, δεν τα μάλωσες όταν έπρεπε. Δεν έσκισες νωρίς τη γάτα, κι αντί να φοβάται ο Γιάννης το θεριό, φοβάται το θεριό τον Γιάννη».
Διαπίστωσα αναδρομικά πως στην πραγματικότητα δεν είχα μαλώσει ποτέ τα παιδιά μου. Είχα εξαπολύσει κατά καιρούς κάτι κούφιες απειλές (που θα ήταν καλύτερα να μην τις είχα ποτέ εκστομίσει, μια που ποτέ δεν τις τήρησα), είχα πολλές φορές εκτροχιαστεί φωνάζοντας ή ακόμη και κλαίγοντας, αλλά επί της ουσίας δεν τα είχα ποτέ μαλώσει. Στην προσπάθειά μου να μην τα πληγώσω ή να μην τα ευνουχίσω, είχα φτάσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αντί να υπάρχει ελευθερία στο σπίτι μας, επικρατούσε ασυδοσία. Αντί τα παιδιά να έχουν θάρρος (όπως ήταν ο αρχικός μου στόχος), είχαν αποκτήσει θράσος. Και καθώς ήθελα να αποφύγω να τα καταπιέζω, είχα φτάσει στο σημείο να καταπιέζομαι τρομερά εγώ. Είχα φτάσει να «ελαφροπατάω» σαν γάτα, στις μύτες των ποδιών μου, ώστε να μην προκαλέσω… την οργή τους. Και φυσικά κάθε αρνητική συμπεριφορά που δεν καταστέλλεται εγκαίρως, φουντώνει και μεγεθύνεται, και, αντί για άτυχη εξαίρεση, γίνεται ο κανόνας. Στο σπίτι επικρατούσαν οι νόμοι των παιδιών. Ήταν οι απόλυτοι ηγεμόνες και εγώ ο τρομαγμένος υπήκοος που προσπαθούσε να υπακούσει στις βουλές τους.
Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Καταστρατηγούσαν οποιονδήποτε κανόνα, δεν είχαν κανένα όριο, φέρονταν με τρόπο απαράδεκτο, κι εγώ ανεχόμουν τα πάντα. «Δόξα τω Θεώ, που είναι γερά…» έλεγα μέσα μου, οπότε έκανα τα στραβά μάτια στους παραλογισμούς τους. Αντί για τη δημοκρατία όμως, που επιθυμούσα να επικρατεί σπίτι, επικρατούσε τυραννία.
Τότε, αποφάσισα να εφαρμόσω το «δοκιμασμένο» σύστημα των παλιότερων γενιών. Άρχισα να λέω μερικά «όχι». Άρχισα να διαφυλάττω την ψυχική μου ηρεμία. Άρχισα να βάζω κάποιες κόκκινες γραμμές. Άρχισα να κάνω «στέρηση προνομίων», όταν ξεπερνούσαν αυτές τις κόκκινες γραμμές. Άρχισα να κωφεύω στις φωνές, μέχρι που σταδιακά έσβησαν. Άρχισα να μην υποχωρώ χωρίς αντίσταση. Άρχισα να επιβάλλω κάποιες μικρές ποινές, όταν ξέφευγαν από τα όρια. Άρχισα να τα μαλώνω, όταν έπρεπε να τα μαλώσω. Και, τελικά, διαχώρισα μέσα μου την υγεία τους από την ανατροφή τους. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Δεν θα εξασφάλιζα την υγεία και την ασφάλειά τους, με το να υποκύπτω σε κάθε ανοησία τους. Ήταν «λάθος σύνδεση» αυτή που είχε γίνει στο μυαλό μου.
Με τρομερή ανακούφιση διαπίστωσα πως τα πράγματα άρχισαν να στρώνουν μετά από την επιμελημένη και συνεπή «εκπαίδευσή» μου. Γιατί χρειάστηκε πρώτα να εκπαιδευτώ εγώ, για να εκπαιδεύσω τα παιδιά μου. Χρειάστηκε πρώτα να απενοχοποιηθώ εγώ, ώστε να καταφέρω να βάλω όρια. Παιδιά χωρίς όρια είναι δυστυχισμένα παιδιά, γιατί δεν αποκτούν ψυχική συγκρότηση.
Δεν είμαστε καλοί γονείς όταν υποχωρούμε. Είμαστε καλοί γονείς όταν ξέρουμε πότε πρέπει να υποχωρούμε και πότε όχι. Και καμιά φορά το «όχι» μας είναι η μεγαλύτερη ένδειξη της αγάπης μας…