Χτυπάω το κουδούνι. Η πόρτα ανοίγει και με υποδέχεται η κύρια του σπιτιού. Χαμογελαστή, ευγενική, νέα. Άνετη, γλυκομίλητη, μαμά δύο παιδιών. «περάστε» μου λέει, «από δω» και μου δείχνει τον δρόμο. Βγαίνω από την μπαλκονόπορτα σε μια ωραία βεράντα. Το γκαζόν απλωνόταν μπροστά μου σαν γήπεδο ποδοσφαίρου.
Η συνέντευξη κράτησε λίγα λεπτά. Η οικογένεια ζητούσε νταντά για το μικρό αγόρι, ετών τεσσάρων. Το βιογραφικό μου πλούσιο, με σπουδές στην διοίκηση επιχειρήσεων, μεταπτυχιακό, ξένες γλώσσες και πολυετή εργασιακή εμπειρία. Η κρίση όμως με οδήγησε να χτυπώ το κουδούνι για νταντά. Καθόλου υποτιμητικό βέβαια, έξω από τα νερά μου όμως. Ο σύζυγος της μαμάς, αυτός έκανε τις ερωτήσεις και μίλαγε αντ’ αυτής, εκθείαζε το μικρό του αγόρι «δεν θα σας κουράζει είναι ήσυχο και το μεσημέρι κοιμάται». Μου έκανε εντύπωση που είχε πάρει τα ινία στην συνέντευξη και η μητέρα δεν επενέβαινε καθόλου. Οι μητέρες γνωρίζουν τις ανάγκες των παιδιών τους καλύτερα από τον καθένα. Παγώνω στην ερώτηση του πατέρα «Δουλειές κάνετε;» ρωτά. Απάντησα πολύ απλά, ήταν και η αλήθεια, «ναι, στο σπίτι μου». «Σας ρωτώ, γιατί θέλουμε να κάνετε και καμιά δουλειά εδώ. Όταν ο μικρός κοιμάται δεν θέλω να σας πληρώνω και να κάθεστε, να βλέπετε Μενεγάκη. Τίποτα σπουδαίο, μια δουλειά την ημέρα» είπε και γω άκουγα εκστασιασμένη από την αγένεια. Όχι δεν είναι ντροπή να κάνει κάποιος δουλειές σε ένα σπίτι, η αγγελία όμως ήταν για νταντά όχι για οικιακή βοηθό. Γρήγορα σκέφτηκα, παλιά στο κουρμπέτι είχα γνωρίσει αφεντικά και αφεντικά και απάντησα «δεν καθαρίζω σπίτια αλλά ως μάνα που είμαι και γω, αντιλαμβάνομαι τις ανάγκες σας. Όταν το παιδί σας κοιμάται, κάτι θα κάνω. Μην περιμένετε όμως ότι θα αντικαταστήσω μια γυναίκα που ενδεχομένως έχετε και κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού». Με καθησύχασαν ότι αυτό δεν είναι το ζητούμενό τους, προέχει το παιδί και κλείσαμε την συμφωνία αφού παζαρέψαμε σκληρά την τιμή. Όχι και πολύ χαρούμενη έφυγα από το σπίτι τους λες και ήξερα τι θα επακολουθούσε.
Προσπάθησα να το δω θετικά «καινούργια εμπειρία, κάτι διαφορετικό, και να κάθομαι στο σπίτι τι να κάνω;» σκεφτόμουν μιλώντας στον εαυτό μου προσπαθώντας να παρηγορηθώ που η κρίση χτύπησε και την δική μου πόρτα. Η ανεργία στα ύψη, τα βιογραφικά που είχα στείλει σαν φέιγ βολάν ανέμιζαν στον αέρα, χωρίς ανταπόκριση. Δεν θα το έβαζα κάτω, η αναζήτηση για δουλειά θα συνεχιζόταν και μέχρι να βρω αυτό που ήθελα, θα δούλευα ως νταντά. Τα έξοδα να βγαίνουν για λίγο καιρό και που θα πήγαινε, κάτι θα φαινόταν στον ορίζοντα. Εξάλλου, η δουλειά της νταντάς είναι δημιουργική, χαρούμενη, ανάλαφρη με την έννοια ότι τα παιδιά σε κάνουν και σένα παιδί και υπεύθυνη. Ίσως η υπευθυνότερη δουλειά που υπάρχει. Γονείς σου αναθέτουν όχι μόνο την ασφάλεια του παιδιού τους αλλά και την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή τους. Ένα λάθος μια απροσεξία μπορεί να στοιχίσει την υγεία του ξένου παιδιού, κάτι που δεν συμβαίνει αν στείλεις κάποιο email με ορθογραφικό λάθος ή ασύντακτο.
Η πρώτη μέρα κύλισε ομαλά. Και η δεύτερη και η τρίτη. Μετά από την πρώτη βδομάδα, τα μηνύματα στο κινητό μου άρχισαν να πέφτουν σαν βροχή «να σφουγγαρίσεις το πάτωμα. Να αλλάξεις τα σεντόνια. Να πλύνεις τα τζάμια». Άρχισα να νιώθω σαν καθαρίστρια. Επαναλαμβάνω, ότι δεν υποτιμώ κανένα επάγγελμα. Έλιωνα στις δουλειές του σπιτιού. Το παιδί κοιμόταν και γω καθάριζα το σπίτι. Τζάμια, πατζούρια, πατώματα, μπάνια. Σιδέρωμα καθημερινό. Όταν το παιδί ξύπναγε, ήμουν τόσο εξουθενωμένη που με το ζόρι έπαιζα μαζί του. Μετά από κάποιους μήνες σκέφτηκα ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αποφάσισα να μιλήσω στους εργοδότες μου. «Μα αυτή η συμφωνία έγινε» απάντησε ο εργοδότης. Μιλήσαμε πολύ, αλλά άκρη δεν βρέθηκε. Έδειξαν ότι κατάλαβαν, αλλά την επόμενη μέρα πάλι τα μηνύματα έσκαγαν σαν μικρές μολότοφ στο κινητό μου. Κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Πάντα με μηνύματα γινόταν η ανάθεση. Προφανώς ένιωθαν άβολα για αυτή την συμπεριφορά. Όμως ήθελαν να κάνουν και τη δουλειά τους με οποιοδήποτε τρόπο. Και με το λιγότερο κόστος επίσης.
Η υπομονή μου εξαντλήθηκε μαζί με το σώμα μου και αποφάσισα να κάνω μια τελευταία συζήτηση μαζί τους. «Πιστεύω ότι κυρίως χρειάζεστε οικιακή βοηθό και όχι νταντά» τους είπα. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να ανταπεξέλθω στις ανάγκες σας» συνέχισα. Έδειξαν έκπληκτοι και για ακόμα μια φορά απάντησαν ότι αυτό είχαμε συνεννοηθεί και ότι πληρώνουν και δεν θέλουν να έχουν μια γυναίκα που όταν το παιδί τους κοιμάται να κάθεται και να χαζεύει τηλεόραση. Ένιωσα τρομερά απαξιωμένη και προσβεβλημένη. Είχαν αφήσει στην άκρη ό,τι έκανα για το παιδί τους, δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά στον ένα χρόνο που το κρατούσα, ήταν χαρούμενο πολύ και είχα χτίσει μια υπέροχη σχέση μαζί του. Έγινε συζήτηση για αύξηση μισθού, με δική μου πρωτοβουλία, αν ήθελαν να προσφέρω και άλλες υπηρεσίες εκτός της νταντάς, αρνήθηκαν και έτσι πήρα την απόφαση να τους αφήσω. Δυστυχώς η ζυγαριά έγειρε υπέρ της καθαριότητας του σπιτιού και όχι υπέρ του παιδιού τους.
Είμαι σίγουρη ότι ξέρουν γιατί παραιτήθηκα, αλλά δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να με μεταπείσουν. Στην εποχή της κρίσης η προσφορά είναι μεγάλη και η ζήτηση μικρή. Όπως επίσης μεγάλη είναι και η εκμετάλλευση. Θα βρεθεί άλλη νταντά- οικιακή βοηθός, ή καλύτερα οικιακή βοηθός-νταντά να κάνει την δουλειά.
Μια νταντά σε απόγνωση
Διαβάστε επίσης:
Η ιστορία μιας νταντάς: Η μέρα που δεν είσαι πια απαραίτητη
Δώστε τους την ευκαιρία να πουν αντίο