Αν είσαι μαμά παιδιού που μόλις έδωσε Πανελλήνιες εξετάσεις ήρθε η ώρα, μετά από μια δύσκολη και απαιτητική σε όλα τα επίπεδα χρονιά, να χαλαρώσεις.
Επιτέλους.
Θυμάσαι λοιπόν πως την ώρα που έστυβες τόνους πορτοκαλάδας, που ξενυχτούσες για να μην μένει ξύπνιο μόνο του, που αγωνιούσες μέχρι να βγει από το εξεταστικό κέντρο, είχες δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό σου. Δοθείσης πρώτης ευκαιρίας, να κατευθυνθείς παραλιακά, να απλώσεις την πετσέτα στην ξαπλώστρα και να περιμένεις εναγωνίως έναν καφέ να έρθει για να ξεχαστείς τελείως αυτάρκης από τα εγκόσμια με το βλέμμα στον ήλιο και τους γλάρους να κρώζουν ολούθε. Και αυτή η στιγμή ήρθε. Και είναι τέτοιες αυτές οι στιγμές που νομίζεις πως τίποτα δεν θα μπορέσει να σε βγάλει από την νιρβάνα τους. Ούτε ο ήχος από τις ρακέτες του διπλανού.
Ή μήπως όχι; Ε;
Μήπως όχι μάλλον γιατί το κινητό χτυπάει και στο «μαμαααά, συμφωνείς να πάω με την παρέα μου διακοπές στην Πάρο;» που είχε προβλέψει η μετεωρολογική ως αναμενόμενη για την εποχή μπόρα εσύ σκέφτεσαι τα απλωμένα ρούχα στο μπαλκόνι που θα γίνουν σε δύο λεπτά άχρηστα και αρχίζεις να μαζεύεις πετσέτες, αντηλιακά και την νιρβάνα από την ξαπλώστρα άρον άρον.
Το περίμενες, είναι αλήθεια. Το ήθελες, είναι αλήθεια και αυτό.
Μεγάλωσε τόσο;
Βέβαια, καλά θα ήταν και στο εξοχικό μαζί σου να του μετράς τις μπουκιές αλλά η κουλ μαμά που είχες ντυθεί για χρόνια έχει καταχωρημένα στα πανό της πολλά τσιτάτα περί ζωογόνας αυτονομίας των παιδιών.
Μεγάλωσε τόσο λοιπόν και που ναι τα χρόνια – ωραία χρόνια που του φόραγες τα μπρατσάκια στην παραλία και το έκανες άσπρο από το αντηλιακό; Θυμάσαι;
Που, σαν να ήταν χθες, καθόσουν στην άμμο μαζί του με τις ώρες και φτιάχνατε πύργους με τα κουβαδάκια. Που το κυνηγούσες για να φάει φρουτόκρεμα και να βάλει καπέλο.
Μετράς λοιπόν ως το τρία μπας και ανακτήσεις μία ηρεμία τουλάχιστον φαινομενική και απαντάς με το πιο πλατύ σου χαμόγελο «βεβαίως και συμφωνώ, πόσο ζηλεύω, φανταστικά θα περάσετε, θυμάμαι κι εγώ στην ηλικία σου…»
=
Μόνο ο σερβιτόρος, που έχει μείνει με τον φρέντο στο χέρι, ξέρει πως περισσότερο μοιάζεις με κατσαρίδα σε απόγνωση απέναντι από το raid, παρά με άνθρωπο που «θυμάται κι αυτός στην ηλικία σου» και νοσταλγεί. Είσαι εσύ έτοιμη να πεις στο παιδί σου την ώρα που σαλπάρει το πλοίο για το νησί «seize the day»; Oh captain, my captain, ειλικρινά δεν είσαι. Εσύ είσαι έτοιμη να παίρνεις κάθε πρωί τηλέφωνο στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και να βάζεις τον υπάλληλο να μετράει κεφάλια ή να ντυθείς βότσαλο και να τρέχεις από παραλία σε παρτέρι.
Όπως καταλαβαίνεις, για να πάει αυτό το παιδί διακοπές μόνο του και για εσένα να μην τρέχει κάστανο εδώ πίσω, θα πρέπει να έρθεις σε ρήξη με τον εαυτό που είχες συνηθίσει μέχρι τώρα. Θα την φας την φρίκη σου και θα εκτεθείς και στην ξαδέλφη σου που πριν από τρία χρόνια ζορίστηκε όταν το δικό της παιδί ετοίμαζε βαλίτσες. Είχε μαλλιάσει η γλώσσα σου να της λες ξανά και ξανά πως η γυάλα λειτουργεί ανασταλτικά για την ζωή έξω από το σπίτι, πως τα παιδιά πρέπει να αυτονομούνται και να γίνονται ανεξάρτητα, που τι θα κάνει αν περάσει σε σχολή στην επαρχία, που άστο να πατήσει στα πόδια του, που, που, που..», έλεγες, έλεγες και τι δεν έλεγες.
Τώρα που ήρθε η δική σου σειρά βγάζεις το παγωτό από την κατάψυξη και το κουτάλι από το συρτάρι. Χωρίς μπολ. Γιατί έτσι γίνεται. Όταν σε ένα σπίτι το παγωτό βγαίνει από την κατάψυξη και το κουτάλι από το συρτάρι χωρίς μπολ ή η/ο σύζυγος ξενοκοιτάει ή το παιδί αρχίζει και κόβει ομφάλιους λώρους.
Σου λέει «είμαι δεκαοκτώ» και σε κοιτάζει με το ύφος μεσήλικα που έχει γευτεί το απόσταγμα της ζωής και ξέρει.
Ξέρει βεβαίως να δένει τα κορδόνια του, ξέρει βεβαίως να πλένει τα δόντια του, ξέρει βεβαίως να μαγειρεύει φραπέ με γάλα. Άρα, επειδή ξέρει, μπορεί να πάει διακοπές στην Πάρο με την παρέα του. Ξέρει πως δεν χρειάζεται δίπλωμα για να οδηγήσει μηχανάκι, ξέρει πως θα προτιμήσει να φάει αρμυρίκια προκειμένου να ξοδέψει τα λεφτά του σε σφηνάκια, ξέρει πως αν ξεμακρύνει πολύ από την παραλία δεν θα πέσει πάνω στο Τρίγωνο των Βερμούδων, ξέρει πως αν πιει κάτι παραπάνω δεν θα το καταπιεί η συμπαντική Μαύρη Τρύπα, ξέρει πως αντέχει να μείνει τέσσερα πέντε μερόνυχτα χωρίς ίχνος ύπνου. Που σημαίνει πως όσα do not προτίθεσαι να του κολλήσεις με post it στο μέτωπο είναι για τα μπάζα.
Οπότε οργανώσου στα βασικά του φαρμακείου.
Πάρε αντιπυρετικά, αντηλιακά, αντιεμετικά, αντικουνουπικά, αντί γενικώς να χει να σε αντικαταστήσει μέχρι να ανταμώσετε ξανά. Συγκέντρωσέ τα σε ποσότητες νορμάλ – να χωράει και κανένα μαγιό μέσα στην βαλίτσα – και χαλάρωσε πως ως εκεί που φτάνει το χρέος σου έχεις πάει.
Απέφυγε, αν μπορείς, την ώρα του αποχωρισμού στο λιμάνι φράσεις του στυλ «πρωινό να τρως οπωσδήποτε» ή «αν πάθεις ηλίαση πες τα χαιρετίσματα μου στην κολλητή σου που σε έχει πείσει να ξεραίνεστε στον ήλιο ώρες ολόκληρες σαν τα χταπόδια» και βεβαιώσου πως έχει μαζί του φορτιστή για το κινητό. Γιατί μία φίλη πέρυσι, την ώρα που παρακολουθούσε με την καρδιά μαρούλι το πλοίο να ξεμακραίνει, έψαχνε μέσα στην τσάντα της για χαρτομάντιλο και έπιασε καλώδιο. Που καλύτερα εκείνη την ώρα να άνοιγε η γη και να την κατάπινε.
Που ήταν έτοιμη να βουτήξει στα απόνερα και σου ορκίζομαι στο πιο γραφικό κυκλαδίτικο σοκάκι να φτάσει μέχρι και το νησί κολυμπώντας με τον φορτιστή στα δόντια…