Το βράδυ και μόλις στο σπίτι όλοι έχουν κοιμηθεί είναι η δική της ώρα για να αναπνεύσει και να ζήσει. Ευτυχώς την ώρα αυτή κανείς δε λογοκρίνει κανέναν, υπάρχει ανοχή, συχνά και συνενοχή και η νύχτα κάνει αναπάντητες κλήσεις σε όλους. “Η νύχτα άπλωσε τα πέπλα της…”- που λένε και στις ιστορίες με ρομαντικούς έρωτες…Εντάξει, αυτή καλά κάνει, αλλά το δικό της μυαλό αρχίζει πάλι να στροφάρει ανάποδα.
Παλεύει κι απόψε με τη χαρτούρα στο τραπέζι, λογαριασμοί, δόσεις, αριθμοί και το κομπιουτεράκι να παίρνει φωτιά. Δε βγαίνει, μάνα μου, δε βγαίνει και είναι αδύνατο να υπολογίσει τι χρωστάει και πού. Εμ, τα σκασιαρχεία στις ώρες των μαθηματικών τώρα παίρνουν εκδίκηση! Σκέφτεται πως η ζωή την τρολάρει και πως όλα είναι ένα κακό όνειρο! Και την ίδια στιγμή σκέφτεται πως υπάρχουν και χειρότερα και πως οι ζωές των παππούδων της διαλύθηκαν και συναρμολογήθηκαν καμιά δεκαριά φορές και τελικά τα κατάφεραν. Βαυκαλίζεται πάλι. Η καλύτερη ντόπα είναι το άλλοθι και οι ψευδαισθήσεις που φτιάχνει.
Η δική μας αναθεματισμένη κρίση είναι διαφορετική, δεν έχει σχέση με κείνη των παππούδων μας. Ήταν βιαστική η τωρινή, μας έκανε ξαφνική επίσκεψη και τους περισσότερους μας βρήκε στον ύπνο. Και πελαγώσαμε μέσα σε νέες λέξεις, οικονομικές ορολογίες και φθαρμένες συζητήσεις χωρίς ομοιογένεια και συνοχή. Όπως οι γέροι που μιλούν για τα φάρμακά τους και ο καθένας προτείνει το δικό του ματζούνι.
Βγαίνει στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο. “Το τσιγάρο σε μάρανε” -η γνωστή αντιπαθητική φωνή μέσα της να την κρίνει- και το κόβει στα δυο πριν το ανάψει. Θυμάται ξανά, μόλις είχε σκάσει η οικονομική βόμβα, την κόρη της να τη ρωτά: “Μαμά, εμάς δε θα μας επηρεάσει η κρίση, ε;” Ένιωσε σαν τον Μπενίνι, που μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης επιστρατεύει φαντασία και κουράγιο, για να σώσει τους αγαπημένους του. Έχει μάθει να απολαμβάνει μικροχαρές, όπως το να φτάνουν τα ψιλά από το βάζο για το ψωμί το μεσημέρι ή για το χαρτζιλίκι του παιδιού για το σχολείο.
Κοιτάζει το κουρασμένο πρόσωπό της σε ένα καθρεφτάκι και της λείπει ο ενθουσιασμός στο βλέμμα και η βεβαιότητα των φοιτητικών χρόνων ότι μπορεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο… Μισά όνειρα, μισή ζωή, ήττα από χαμηλά βαρομετρικά διαψεύσεων. Να ξεμένεις από λεφτά και να έχεις στόματα να θρέψεις και ζωές να εξαρτώνται από σένα. Κι αυτή η ρίζα στα μαλλιά για πότε κατεβαίνει ούτε που καταλαβαίνει. Άλλα έξοδα για κομμωτήριο!…Αγάντα, αδέλφια, να βγει ο μήνας, πριν μας βγει η ψυχή!
Αποστρέφει τα μάτια και της κάνει καλό η σκέψη πως όλα θα είναι καλύτερα μέχρι η μικρή να σταθεί στα πόδια της και κάνει σκέψεις, σχέδια… όταν σαν αερικό μπαίνει στο δωμάτιο το σπλάχνο της με αγωνία:
”Μαμά, να σου πω κάτι, για να μην το ξεχάσω αύριο: θυμάσαι την τσάντα που σου είπα ότι θέλω για την καινούρια χρονιά στο σχολείο; Θέλω να πάρουμε μια ίδια και στην Αννούλα. Ο πατέρας της δε θα έχει δουλειά και φυσικά θα μείνει με την παλιά τσάντα. Κρίμα είναι να ζηλεύει η φίλη μου!”
Έσφιξε τα χείλια και τις γροθιές, για να μη βάλει τα κλάματα. Η μικρή άγγιξε καρδιά. Κι αν αγγίξεις καρδιά…Κρυφογελά στη σκέψη πως κάτι κάνει καλά τελικά σ’αυτή τη ζωή.
Απόψε ήταν και η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, που κοιμήθηκε γαληνεμένη σαν μωρό και χωρίς να φοβάται τα σκοτάδια. Έχει ο Θεός… κι αν δεν έχει αυτός, έχουν οι ψυχές των παιδιών! Θα την κάνουν την έκπληξη, πού θα πάει;
Γράφει η Ζωή Χατζηθωμά