Οι δικές μου πανελλήνιες – με Γκάλη, Γιαννάκη και παγωτό στη “Χαρά”

Κάθε τέτοια εποχή που γίνεται η γνωστή χλαπαταγή με τις πανελλήνιες θυμάμαι τη δική μου εμπειρία με τις εισαγωγικές για στο Πανεπιστήμιο.

Τριτοδεσμίτισσα με φανατισμό.  Με λατρεία στα αρχαία –κύριε Φίλη μου- και τρόμο απέναντι στην έκθεση. Η προσπάθεια εστέφθη με επιτυχία. Δυστυχώς δεν μου ζητήθηκε να κάνω δηλώσεις στα ΜΜΕ για τη μεθοδικότητα και το πρόγραμμα με το οποίο διάβαζα ένα χρόνο, ούτε και για το πόσο κοινωνική παρέμεινα αποφεύγοντας το σύνδρομο Κωσταλέξι δηλώνοντας, παράλληλα, τον ενθουσιασμό μου που όλες μου οι προσπάθειες ευοδώθηκαν.

Αρχικά θα σας πω ότι υπήρχε μια απάθεια στο σπίτι σχετικά με το θέμα.  Τι έδινα εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο,  τι αίμα ούρα… το αυτό.  Η μόνη εμπλοκή του πατέρα μου αφορούσε τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού όπου δηλώνω ευθαρσώς κι αμετακλήτως πρώτη επιλογή Ψυχολογία, γεγονός που συνδυάστηκε με λιποθυμίες και απειλές για αποκλήρωση, οι οποίες αγνοήθηκαν πανηγυρικά.

Πρέπει να έχω ρίζες από Θεσσαλονίκη γιατί η χαλαρότητα μου ήταν, ενίοτε, ανησυχητική. Τα καλοκαίρια ήταν πάντα ιερά και όσια και δεν δέχθηκα να κάνω κανένα φροντιστήριο. Μέχρι που χειμώνα πια αντίκρισα τις «κοινότητες» στην ύλη της ιστορίας. Εκεί άφησα φραπέδες και ΠΑΟΚ και αποφάσισα να απέχω και από τον ιερό θεσμό της πενθήμερης, μπας και καταφέρω να τις μάθω. Δεν έπεσε μήτε ένα θέμα. Τσάμπα δεν τίμησα την Κω με την παρουσία μου.

Φροντιστηριακώς είχα έναν ήρωα που μου έκανε άγνωστο στα αρχαία και μια ολόκληρη χρονιά κοπανιόταν να με καταφέρει να ξεχωρίζω τις πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις. Άμεσος τύπος γαρ, δεν μου άρεσαν οι πλάγιες ερωτήσεις. Ήθος και στο συντακτικό!

Στην έκθεση τραβιόμουν στους Αμπελόκηπους όπου ένας πρώην εσατζής, κοπανιόταν να βάλει τις σκέψεις μου σε σειρά. Του είπα να τους βάλω νούμερα σαν τα τυριά στα σούπερ μάρκετ, αλλά μάλλον δεν του άρεσε η ιδέα. Μετά το πέρασμα μου από το μάθημά του, παραιτήθηκε.

Ιστορία πάλευα μόνη μου με το θεριό και η μάνα μου με τον τοίχο του δωματίου μου, αφού θεώρησα καλή ιδέα να γεμίσω με κιμωλία, τύπου στούκο βενετσιάνο, τους τοίχους με ονόματα και ημερομηνίες. Απρίλη καιρό, ζητάω από τη δόλια μάνα να κρατάει το βιβλίο με χάρη να της απαγγείλω για τον Καποδίστρια, τον κ. Κάνιγκ και κάτι διακοινώσεις, και αρνήθηκε με τρόμο. Έφερνα πέντε έξι γύρες το σπίτι σε κάθε κεφάλαιο. Γάμπες και τετρακέφαλοι από το περπάτημα είχαν γίνει όνειρο.

Στα Λατινικά είχα αφήσει την τύχη μου στον καθηγητή του σχολείου. Και καλά έκανα. Και το Munire μια χαρά το έκλεινα και το regina Rosas amat καρφί το έμαθα.

Παραμονή της εξέτασης στην έκθεση είναι ο τελικός του Eurobasket. Γκάλης, Γιαννάκης, Καμπούρης και λοιποί παλεύουν με τη Σοβιετική Ένωση και και εκείνο το νομιστεράκι τον Τσατσένκο. Προσευχές για τις εξετάσεις δεν έκανα. Ευλογημένα στυλό δεν είχα. Στις βολές του Καμπούρη όμως είχα κατεβάσει ότι είχαμε σε εικόνα στο σπίτι. Και γίνεται το θαύμα. Και ξεχύνομαι στις ρούγες να πανηγυρίσω με τα πλήθη και τη μάνα μου ξοπίσω να φωνάζει, που πας παιδί μου, γράφεις αύριο… Μάνα φεύγω πάω στην Κολιάτσου.

Και φθάνει η μέρα της έκθεσης. Μακρυγιάννης. Κάτι αγάλματα που κλαίνε και θέλουν να πάνε σπίτι τους (και συνεχίζουν ακόμα). Δίλημμα: να γράψω για Μελίνα μπας και πέσω σε διορθωτή Πασόκο και κάνει τα μαύρα μάτια. Να γράψω για εθνικές παλιγγενεσίες – είχα και τη φόρα του Eurobasket. Η έκθεση κατάντησε λογύδριο διπλωματικού ραπόρτου.

Γούρια είχα. Ευτυχώς που γράφαμε τέσσερις μέρες γιατί δεν άλλαζα ρούχα και όποιος έκανε να τα πάρει για πλυντήριο είχε τραγικό τέλος. Μετά από κάθε εξέταση που πίστευα ότι τα είχα πάει καλά, κέρναγα τον εαυτό μου, ένα παγωτό Σικάγο, στη ΧΑΡΑ. Ευτυχώς που τα μαθήματα ήταν μόνο τέσσερα γιατί με τόσο παγωτό θα με πήγαιναν με κλαρκ στο εξεταστικό κέντρο.

Και λήγει το παραμύθι και ξαμολιέμαι στις πλαζ και στις ντικοτέκςςς.  Με τις βάτες μου, τη χαίτη μου –Βαμβακούλας coiffure- και τρέλα στο άκουσμα της ξεκούδουνης πλέον Madonna στο La isla bonita.  Διάβαζα με την ησυχία μου Πάττυ και Μανίνα, σπάζοντας την κουλτούρα με ΑΡΛΕΚΙΝ- για πιο cult καταστάσεις. Και τα μεσημέρια εν μέσω νεκρικής σιγής περίμενα με αγωνία τον Ρίτζ να κουτουπώσει την Μπρουκ, στις εγκαταστάσεις των Φόρεστερ.

Όταν βγήκαν οι βαθμολογίες ανέβηκα Αθήνα για να δω τι πουλιά είχα πιάσει…  Η κολλητή με ενημερώνει, τηλεφωνικώς, ότι έχω σημειώσει επιτυχία στο δρόμο μου στο φτασμένο μου, σε μεγάλη πόρτα. Δέκα λεπτά πριν φύγω από το σπίτι για να πάω στο σχολείο να δω το σουξέ μου ιδίοις όμμασι, χτυπάει το τηλέφωνο. «Μπακοπούλου Αλεξία;». Μάλιστα λέω. «Πασά εδώ» (η δασκάλα της Τετάρτης δημοτικού). Εγώ παγωτό. «Τι κάνετε;» … «Εσύ πες μου τι έκανες;»… «Πέρασα»… «Το ήξερα, απλά ήθελα να βεβαιωθώ, καλό καλοκαίρι»… Και είμαι ξερή με το ακουστικό και αναρωτιέμαι, πόσο να τη σημάδεψα τη γυναίκα για να μπει στον κόπο να με ψάξει μετά από οχτώ χρόνια να δει τι έκανα στις εξετάσεις.

Θα ακουστεί τρελό και παράλογο. Αλλά θα ξαναπήγαινα Τρίτη Λυκείου με τις ζάντες (ωραία φράση – κρίμα τη Φιλοσοφική). Θα ξαναέκανα τα ίδια, ακόμα και την απουσία μου από την πενθήμερη. Θα πέρναγα το ίδιο καλά και θα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία και συγκίνηση το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν καταφέρνεις κάτι. Η νοσταλγία, ιδιαίτερα, ήταν ένα συναίσθημα που για μένα συνδέθηκε άρρηκτα με την ταινία «Σινεμά ο Παράδεισος» που πήγα το ίδιο βράδυ – για να πανηγυρίσω έξαλλα την επιτυχία. Νοσταλγία για όλα εκείνα που πέρασα το ηρωικό 1987 και αγάπη για το σχολείο, τους καθηγητές και τους συμμαθητές μου.

Η Αννούλα καλά τα έλεγε, «τους μαθητές τους τρώει το στρες». Μετά από χρόνια όμως ανακαλύπτουν πόσο υπέροχο «στρες» ήταν αυτό.

(Σημείωση: όσοι, εμπαθείς, κάνετε αφαίρεση για να βρείτε την ηλικία μου, σας ενημερώνω ότι ήμουν παιδί θαύμα και τελείωσα το σχολείο 10 χρονών)

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network