Και παίρνει τέλος η μεγάλη δοκιμασία. Τα διηγούμαι σε φίλους και αν δεν τα έχουν περάσει, δε με πιστεύουν, «τα παραλές», «σ’ αρέσει να κλαίγεσαι», μου λένε, «γίνεσαι μελοδραματικός και κάνεις να μοιάζουν οι Πανελλαδικές εξετάσεις με το Game of Thrones» γελάνε και ρωτάνε «γιατί είσαι τόσο υπερπροστατευτικός», συμβουλεύουν «να το κοιτάξεις» έτοιμοι να μου γράψουν και συνταγή, αν επιμείνω, οπότε κι εγώ αλλάζω θέμα.
Καλώς ή κακώς ήμουν πάντα αισιόδοξο άτομο. Έβλεπα μπροστά μου ένα ποτήρι και δεν προλάβαινα να δω αν είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Το κατέβαζα μονορούφι και αμέσως μετά άρχιζα τις κριτικές, όχι για την ποσότητα που υπήρχε κάποτε εντός του ποτηριού αλλά για τη γεύση που βολόδερνε πλέον στον ουρανίσκο, όμως…
Όταν τα δύσκολα τελειώνουν, δεν αρχίζουν απαραίτητα τα εύκολα. Ναι, τέλειωσαν οι δικοί της πόνοι στο στομάχι κάθε πρωί πριν πάει να γράψει και ο δικός μου κόμπος στο λαιμό όποτε χτυπούσε το τηλέφωνο και όλες εκείνες οι μέρες που σέρνονταν να αποφύγουν ερωτήσεις, βλέμματα, καθησυχαστικά χαμόγελα, «δεν είναι τίποτα, όλοι το πέρασαν». Τέλειωσαν και τα ξενύχτια με τις σελίδες να γυρνούν μόνες τους, το βιβλίο να τρέμει και να ακούς «τίποτα δε θυμάμαι».
Αν και τέλειωσαν όλα, ξανά κάθε βράδυ βλέπω το ίδιο όνειρο…
Οδηγώ αυτοκίνητο που δεν ελέγχω, τίποτα δεν εξαρτάται από μένα, κάποιος με σπρώχνει, βρίσκομαι πεταμένος σε έναν δρόμο που δεν ξέρω, το αυτοκίνητο κάνει κύκλους γύρω μου, στη θέση του οδηγού είναι η κόρη μου, «όλα πήγαν καλά» μου λέει, χαμογελάμε κι οι δύο, σκοτάδι, ένας άδειος διάδρομος σε βρώμικη πολυκατοικία, αρχίζω να διακρίνω πεταμένα παιδιά γύρω μου, ακούγεται ένα κουδούνι, τα παιδιά κουνιούνται, κάποιοι πέφτουν πάνω τους και τα χτυπάνε, τα παιδιά προσπαθούν να σηκωθούν, κάποια τα καταφέρνουν για λίγο πριν ξαναπέσουν, υπάρχουν θεατές, κάποιοι το απολαμβάνουν, όλοι περιμένουν το άλλο κουδούνι, το νιώθω κάτι άλλο θα γίνει, κάτι πολύ κακό… ακούγεται το κουδούνι και τότε ξυπνάω. Είναι η μέρα που θα βγουν τα αποτελέσματα.
Η κόρη μου άντεξε. Πήγε πολύ καλά. Όλοι μου χαμογελούν, μου δίνουν «συγχαρητήρια», με χτυπάνε στην πλάτη και «πόσο τυχερός είσαι» επαναλαμβάνουν που όλα τέλειωσαν. Οι καθηγητές μετράνε τους βαθμούς, τις βάσεις, εμφανίζονται από το πουθενά σχολές που ποτέ δεν υπήρχαν στον κόσμο μας, στις συζητήσεις λέξεις που ποτέ δεν τις ακούσαμε. «Είσαι πλέον φοιτήτρια» ακούω να της λένε, καμαρώνω και κάτι με κρατάει να μην πανηγυρίσω, αλλά δε θα το πω σε κανέναν. Εκείνη είναι χαρούμενη. «Και Αθήνα θα περάσει και θα την έχετε κοντά σας» πανηγυρίζει ο καθηγητής. Ξέρω κι άλλα παιδιά, φίλων, συγγενών, που προσπάθησαν πολύ, ξενύχτησαν και στα δικά τους δωμάτια γύριζαν μόνες τους οι σελίδες, έφευγαν κι αυτά το πρωί με πόνους και κλάματα και δεν πέρασαν το όριο που τους είχαν βάλει. Κάποια από αυτά θα ξαναγράψουν, κάποια θα μισήσουν αμέσως όλη τη διαδικασία. Κάποια θα πουν πως θα ξαναγράψουν και το μίσος που παραμονεύει θα έρθει και θα τους βρει στην πορεία. Κάποια είναι ακόμη πεσμένα στο πάτωμα, όπως στο όνειρο που βλέπω ξανά και ξανά, βγάζουν περίεργα εξανθήματα, ψάχνουν με το βλέμμα ένα χαμόγελο, νιώθουν όλο το σώμα τους μια πληγή όσο εξακολουθούν να δέχονται χτυπήματα.
Για τους δημοσιογράφους τα πράγματα είναι πιο απλά. Η είδηση της ημέρας μπορεί να είναι ένας φόνος, μια οικονομική καταστροφή, ένα τραγικό δυστύχημα. Τα παιδιά που νιώθουν ότι έχασαν τον δρόμο τους δεν είναι είδηση. Οι σχολές που οδηγούν στην ανεργία δεν είναι είδηση. Η αυτοπεποίθηση που χάνεται και τα όνειρα που σβήνουν;
Και ξανά το ίδιο όνειρο… Μόλις όμως βρεθώ στον σκοτεινό διάδρομο, σκύβω στα πεσμένα παιδιά, τους ψιθυρίζω να κάνουν λίγο ακόμη κουράγιο. Τους βλέπω όμως να χάνουν στα ξαφνικά την ψυχραιμία τους. Τους ακούω να φωνάζουν πως δε ζητάνε μια καλή κουβέντα, δε χρειάζονται ένα τρυφερό βλέμμα, δεν ψάχνουν ένα αισιόδοξο χαμόγελο να πιαστούν, για να μην κατρακυλήσουν στο κενό.
Βλέπω και τον εαυτό μου. Δεκαοχτώ χρονών λέω στον πατέρα μου «Νιώθω σαν εκατό χρονών». Είμαι νέος σε άλλη εποχή, αλλά ούτε εγώ θέλω ωραίες κουβέντες. Δε μου φτάνουν ευχές και υποσχέσεις για ένα μέλλον που θα τα θυμάμαι όλα και θα γελώ. Και τότε ανεβαίνουν στο στόμα μου ακριβώς τα λόγια του πατέρα μου.
«Για σένα ήρθε το καλοκαίρι, εσένα περιμένει η ζωή να της απλώσεις το χέρι, μη σε γονατίσει η απαισιοδοξία, μη σε τρομάξει το άγνωστο».
Τα πεσμένα παιδιά χαμογελούν…
Αισιόδοξα.
Διαβάστε επίσης:
«Σήμερα θα μιλήσουμε για έναν κόσμο που δεν υπάρχει…»
Μη μεγαλώσετε έναν ακόμη άνθρωπο που δεν κατάφερε να ζήσει για τον εαυτό του