Σε είδα πρώτη φορά, πάνε 6 χρόνια, επτά η ώρα το πρωί έξω από το σχολείο, με κάτι τεράστια γαλαζοπράσινα γυαλιά ηλίου, ενώ ήταν χειμώνας. Σε είδα μέσα από τα δικά μου γυαλιά ηλίου, που τα φορούσα κάθε πρωί, ακόμα και όταν έβρεχε για να μην φαίνεται ότι κοιμάμαι όρθια. Το ίδιο κι εσύ. Κάπου εκεί πρέπει να σε αγάπησα, αλλά ακόμα δεν το ήξερα.
Μετά σε ξαναείδα να ξεροσταλιάζεις έξω από το σχολείο. Είχα έρθει δίπλα σου κρατώντας ένα κρουασάν σοκολάτα γιατί εκείνο το πρωί έτρεχα πανικόβλητη και δεν είχα προλάβει να φτιάξω κάτι. Κοιταχτήκαμε με κατανόηση πιασμένες στα κάγκελα και από τότε σε αγάπησα και επίσημα. Στην αρχή ήθελα να κρύψω το κρουασάν πίσω από την πλάτη μου, γιατί δεν άντεχα ακόμα ένα υποτιμητικό βλέμμα και μια ακόμα διάλεξη για τα συντηρητικά που έχει το διαολεμένο σακουλάκι. Τότε έβγαλες δειλά από την τσάντα σου ένα τσιπς, βάλαμε τα γέλια και ένιωσα ότι δεν είμαι η μόνη – άχρηστη μάνα – σε αυτόν τον πλανήτη.
Από τότε γίναμε αχώριστες και μαζί μια γροθιά απέναντι στις μαμάδες που ευδοκιμούν δίπλα μας, εκείνες που τα ξέρουν όλα. Τις απόμακρες, τις επιθετικές, τις σνομπ, αυτές που σε πλησιάζουν για να δουν τι βαθμό πήρε το παιδί σου, που το σχολιάζουν πίσω από την πλάτη σου, που δεν σε θεωρούν άξια για τίποτα. Όλες αυτές με τα ανασηκωμένα φρύδια και τα τέλεια «στρωμένα» παιδιά . Δεν ένιωσες ούτε μια φορά την ανάγκη να μου αποδείξεις ότι είσαι καλύτερη μάνα από μένα, ότι τα ξέρεις όλα και ότι έχεις τη μαγική συνταγή και λύση για τα πάντα. Ήσουν αληθινή, υπέροχα ατελής και ανθρώπινη και πιο ανακουφιστικό πράγμα από αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο, να ξέρεις.
Από τότε περάσαμε νύχτες ολόκληρες στα τηλέφωνα καπνίζοντας σαν παλαβές, να μιλάμε για τα παιδιά μας, να αναλύουμε τα ελαττώματά τους, τις φωνές τους, τις αταξίες τους, τα ξεσπάσματά τους και τους εαυτούς μας. Περάσαμε άλλες τόσες στο τραπέζι της κουζίνας να προτείνουμε λύσεις, να επιλέγουμε τρόπους διαπαιδαγώγησης που δεν τηρούσαμε πάντα, να παρηγορούμε ή μία την άλλη όταν για μια ακόμα φορά δεν καταφέραμε να δείξουμε πυγμή γενικώς και ειδικώς και αφού ξεφυσούσαμε, μου πέταγες κάτι για ένα επαναστατικό προϊόν ομορφιάς που ανακάλυψες πάλι και μου έφευγε εκείνος ο βράχος από το στήθος.
Πήγαμε ατελείωτες φορές μαζί στο σούπερ μάρκετ και σε μαγαζιά και καφετέριες και εστιατόρια και παραλίες μαζί με ένα τσούρμο παιδιά, και ουρλιάξαμε μαζί «άσε την κουρτίνα», «μην πειράζεις εκείνο», «όχι στα βαθιά» «έλα εδώ ΤΩΡΑ ΕΙΠΑ» κάνοντας σκόνη όλα τα παιδαγωγικά συγγράμματα . Σηκώσαμε μαζί ατίθασα παιδιά από πατώματα, γρασίδια και πλακάκια, τα απειλήσαμε μαζί «αν δεν κάνεις αυτό δεν θα έχει εκείνο» και συνεφέραμε με χαρτομάντιλα και ανέκδοτα η μία την άλλη σε δοκιμαστήρια, τουαλέτες και πεζοδρόμια από κρίσεις πανικού.
Μαζέψαμε μαζί από παιδικές χαρές βρώμικα πιτσιρίκια, τρέξαμε μαζί πανικόβλητες σε γιατρούς για ένα σπασμένο δόντι, που ξανάσπασε, για μια αλλεργία στο μάτι από μία γάτα και για ένα σωρό ματωμένα γόνατα και μελανιασμένα χέρια. Μοιραστήκαμε τις αγωνίες μας για το σχολείο, για τις αρρώστιες των παιδιών μας, για το μέλλον μας και μαζί νιώσαμε πιο δυνατές αφού έτυχε να τα μεγαλώνουμε μόνες μας – ειδικά εσύ. Στηρίξαμε η μία την άλλη σε αναρίθμητα sleepover για να μπορέσουμε να πάρουμε μια μεγάλη ανάσα πριν την επόμενη βουτιά στην καθημερινότητα.
Συμβουλέψαμε μαζί τα παιδιά μας, τα μαλώσαμε μαζί, κάναμε τόσα μαζί, που ήταν φορές που δεν ξεχωρίζαμε ποιο παιδί είναι ποιανού. Ήταν όλα τα ίδια για μας. Δακρύσαμε μαζί σε σχολικές παραστάσεις, η μια τραβούσε βίντεο και η άλλη φύσαγε τη μύτη της από τη συγκίνηση και τούμπαλιν και κλάψαμε μέχρι δακρύων με τις ατάκες τους, τις γλύκες τους, και τα πειράγματά τους. Αυτό που προσπαθώ να σου πω με πολλές λέξεις, είναι ότι χάρη σε σένα δεν ένιωσα ποτέ μόνη σε αυτό το ταξίδι της μητρότητας που συχνά είναι πολύ μοναχικό.
Στη Διδώ. Από μια φίλη