Επιτέλους είχε φτάσει το καλοκαίρι. Πολλά χρόνια πριν, που ήμουν παιδί. Η εποχή λοιπόν που πρόσταζε να πάμε παραλία. Καθημερινές ήταν όπως και τώρα λίγο δύσκολο μιας και οι γονείς μας δούλευαν και το Σάββατο. Περιμέναμε, λοιπόν, εναγωνίως την Κυριακή, οπότε από την Παρασκευή άρχιζαν τα σχέδια. Που θα πάμε για μπάνιο, με ποιους θα πάμε για μπάνιο, τι ώρα θα ξεκινήσουμε να πάμε για μπάνιο, μιας και όλη η οικογένεια μαζί (μιλάμε και για το σόι) ποτέ δεν συντονιζόταν. Ο πατέρας πάντα, μα πάντα, έκανε δηλώσεις του τύπου «αν δεν είστε έτοιμοι στις 09:00 ακριβώς δεν πάω πουθενά. Θα μείνετε στο σπίτι». Μια ακόμα δήλωση ήταν «θα πάρω την μητέρα σας και θα πάμε οι δύο μας στην θάλασσα». Εννοείτε ότι κανένας δεν πτοείτο από αυτές τις απειλές και ουδείς στην οικογένεια έδειχνε μια καλή διαγωγή όσο αφορά τον συντονισμό της προετοιμασίας και την ώρα αναχώρησης.
Η πολυπόθητη Κυριακή ερχόταν. Ο πατέρας φόρτωνε σχεδόν μια οικοσκευή στο αυτοκίνητο, και η μητέρα χωμένη στην κουζίνα έκανε τις ανάλογες προετοιμασίες. «Να υπάρχει κάτι να τσιμπήσουμε. Θα πεινάσουν τα παιδιά» έλεγε η Ελληνίδα μάνα. Η αγωνία στην κουζίνα βρισκόταν στην κορύφωση. Κεφτεδάκια τηγανίζονταν, αυγουλάκια έβραζαν στο νερό, σαντουιτσάρες με απ’ όλα πάνω στον πάγκο της κουζίνας και φυσικά φρούτα. Θα ξέχναγε η μαμά την υγιεινή διατροφή των παιδιών της; Φρούτα, πολλά φρούτα. Γέμιζε τσάντες με ταπεράκια πολύχρωμα (που είχε πάρει απο τις περίφημες επιδείξεις), γέμιζε το πάντα απαραίτητο ψυγείο αυτοκινήτου, με παγωμένα αναψυκτικά, light παρακαλώ, νερό, ντοματούλες και αγγουράκια. «Μα θα γυρίσουμε στο σπίτι το μεσημέρι για φαγητό» έλεγε ο πατέρας, βλέποντας το catering. Ψύχραιμα η μάνα απαντούσε, ενώ δίπλωνε στο αλουμινόχαρτο και δύο κομμάτια σπανακόπιτα που είχε φτιάξει η πεθερά της για τα παιδιά «ε, κάτι, έτσι για την λιγούρα».
Το ταξίδι σύντομο σε κάποια κοντινή παραλία της Αττικής. Άρχιζε το ξεφόρτωμα ενώ εμείς τα παιδιά ήδη βρισκόμασταν μέσα στο νερό. Η μάνα κρατώντας τα πολύχρωμα ταπεράκια και άρχιζε τις φωνές «Γιαννάκηηηη, μην κάνεις βουτιές, τα αφτιά σου». Προχωρώντας προς την παραλία για να στρώσει την πετσέτα συνέχιζε σε μένα «Στα ρηχά, στα ρηχά. Σε δέκα λεπτά να βγείτε να φάτε κάτι». Είναι γεγονός ότι η θάλασσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου άνοιγε την όρεξη. Ο Γιαννάκης οκτώ χρονών και εγώ έξι. Ήμασταν και πάνω στην ανάπτυξη, αν και για τη μάνα μας, ακόμα στην ανάπτυξη είμαστε. Όσο περνούσε η ώρα η παραλία, γέμιζε ασφυκτικά. Μπαλάκια πετιόντουσαν στον αέρα σαν λαχανί πουλιά, πολύχρωμα κουβαδάκια, σωσίβια, φουσκωτές βαρκούλες είχαν γεμίσει την ακροθαλασσιά και τα παιδιά παίζαμε αμέριμνα φτιάχνοντας πύργους, ανοίγοντας πηγάδια στην άμμο.
Οι γονείς απολάμβαναν τον καφέ τους – που ήταν σε ένα θερμός για να διατηρείται παγωμένος ή ζεστός, ανάλογα τα γούστα. Όλα αυτά συνέβαιναν κάτω από την ομπρέλα που είχε σφηνώσει ο μπαμπάς στην άμμο, επιβλέποντας τα παιδιά, ενώ η μάνα μου, μαζί με άλλο ένα σμήνος μανάδων που έκαναν το ίδιο, μας κυνηγούσε ακόμα και μέσα στην θάλασσα για να μας ταΐσει. Ένα κεφτεδάκι, ένα κομματάκι αγγουράκι για να γλιστρήσει εύκολα το κεφτεδάκι, όρθια στα ρηχά κρατώντας το ταπεράκι προσπαθούσε να βρει τα στόματα για να τα μπουκώσει.
Τα ταπεράκια έπρεπε να αδειάσουν. Ο πατέρας προσπαθούσε να πείσει την μάνα να μας αφήσει να διασκεδάσουμε, αλλά τελικά μας άκουγε όλη παραλία. «Κολυμπάνε, μην τα μπουκώνεις, είναι επικίνδυνο» φώναζε, αλλά εκείνη είχε την απάντηση κάτω από την γλώσσα «δεν θα πάθουν κάτι, στα ρηχά είναι». Η νοοτροπία της μάνας, που είχε περάσει στην ίδια από την μάνα της δεν άλλαζε. Παρόλο που ένας φίλος γιατρός τότε της έλεγε να μην τρώνε τα παιδιά πριν το μπάνιο αλλά και κατά τη διάρκειά του, απτόητη αλλά και αμετανόητη έλεγε “σιγά, για δυο μπουκίτσες”. Εξάλλου τόσο κόπο είχε κάνει να τα ετοιμάσει όλα αυτά. Με σαραντάρα βαθμούς τηγάνιζε στην κουζίνα πρωί πρωί και αυτός ο κόπος έπρεπε να εξαργυρωθεί.
Η ώρα περνούσε, εμείς βγαίναμε από το νερό, με τις κοιλιές τούμπανο απο τα αγγουράκια και τις τοματούλες περιέργως χωρίς να έχουμε πνιγεί, για να φάμε κι άλλο. Μετά έμπαινε για να κάνει και κάποιες βουτιές αυτή η δόλια μάνα, φορώντας ένα πλαστικό κίτρινο σκουφί με μαργαρίτες στο κεφάλι, που ήταν πολύ της μόδας. Δεκάδες τέτοιες μανάδες σαν να ήταν συνεννοημένες, επέπλεαν με πανομοιότυπα σκουφιά, σαν σημαδούρες και γνώριζες από αυτά ποια είναι η δική σου.
Το μπάνιο της μάνας τελείωνε και επέστρεφε στην πετσέτα παραλίας που είχε μετατραπεί σε τραπέζι και πάνω της είχαν απλωθεί όλα τα καλούδια. Το ίδιο ακριβώς σκηνικό εκτυλισσόταν κάτω απ’ όλες τις διπλανές ομπρέλες και η παραλία είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο εστιατόριο. Εννοείται ότι δεν αντέχαμε άλλο φαγητό. Ο πατέρας, μάλιστα, σταματούσε να τρώει και απολάμβανε τη δροσιά της ομπρέλας διαβάζοντας την εφημερίδα του ενώ η μάνα μου είχε πέσει σε κατάθλιψη. Κανείς, κατά τη γνώμη της, από την οικογένεια δεν είχε εκτιμήσει τον κόπο της κι ας είχαμε φάει τα μισά. «Κρίμα» έλεγε, «και είναι όλα τόσο φρέσκα».
Ευτυχώς σήμερα, αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Οι μαμάδες δεν κουβαλούν τάπερ στις παραλίες, άντε το πολύ πολύ να φτιάξουν κάποιο σάντουϊτς. Τα γεύματα γίνονται στις κοντινές ταβέρνες, ή πίσω στο σπίτι. Και αν συναντήσουμε μια εικόνα, από τα παλιά, μια μάνα δηλαδή να χώνει ένα κεφτεδάκι στο στόμα του πιτσιρίκου της, γελάμε και θυμόμαστε τις μάνες μας να μας κυνηγούν στις παραλίες και να φωνάζουν “Παιδιάααα ελάτε να φάτε”.
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού