Ζούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας σε συνθήκες πολέμου. Ενός πολέμου που είναι πολύ πιο βάρβαρος και πολύ πιο ύπουλος από τον γνωστό πόλεμο μιας πολεμικής σύρραξης μεταξύ δύο χωρών, όπου κανονικά τα γυναικόπαιδα ΔΕΝ συμμετέχουν.
Ζούμε με το βλέμμα μας να ψάχνει τις άκρες του δρόμου, ψυλλιασμένες για μία ενδεχόμενη επίθεση ενός κλέφτη ή ενός βιαστή. Ζούμε περιμένοντας ανήσυχες τους εφήβους να επιστρέψουν από τη βόλτα με τους φίλους και μετά τους ανακρίνουμε: «Ποιοι ήταν αυτοί που σε έφεραν;». Στέλνουμε τα παιδιά μας σχολείο και, αγνοώντας το άγουρο της ηλικίας τους, τα δασκαλεύουμε: «Αν κάποιος σε ακουμπήσει περίεργα…». Ζούμε με αγωνία. Λέμε διαρκώς: «Πρόσεχε…!»
Γιατί τα ακούμε και τα διαβάζουμε:
Ακούμε για την έφηβη που την κακοποίησαν λίγα μέτρα μακριά από τους γονείς της σε μία παραλία, σε ένα νησί όπου είχε πάει για διακοπές.
Ακούμε για τον εκπαιδευτικό που ασελγούσε πάνω σε μαθητές Δημοτικού.
Ακούμε για την δασκάλα που έμεινε έγκυος από έναν 13χρονο.
Ακούμε για τον 14χρονο που δολοφονήθηκε από έναν φίλο του.
Ακούμε… Και θέλουμε να προλάβουμε.
Σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και χειρότερος, οι μητέρες πρέπει να αναπτύξουμε και νέες δεξιότητες. Να επιτύχουμε να ενημερώνουμε τα παιδιά μας για τους κινδύνους, χωρίς όμως να τα τρομάξουμε για τη ζωή. Να καταφέρουμε να τα προφυλάξουμε χωρίς να ευνουχίσουμε την προσωπικότητά τους. Να τα κάνουμε ευαίσθητα μεν, αλλά όχι ευάλωτα. Να τα κάνουμε σκληρά αλλά όχι κυνικά. Να τα «ψυλλιάσουμε», χωρίς να τα δηλητηριάσουμε. Γιατί πλέον ο «εχθρός» δεν είναι «απέναντί» τους. Είναι και ανάμεσά τους.
Το μητρικό ένστικτο είναι αναγκασμένο να οξυνθεί ακόμη περισσότερο. Τα αισθητήριά μας πρέπει να αγγίξουν τις υπερφυσικές ικανότητες ενός σούπερ- ήρωα. Πρέπει να είμαστε ικανές να «προβλέπουμε» συμπεριφορές, να αφουγκραζόμαστε τους εσωτερικούς ψιθύρους των παιδιών μας, να ακούμε ακόμη και όταν δεν μας μιλούν, να ψάχνουμε πίσω από τις λέξεις τους όταν μας μιλούν.
Είναι αυτό δυνατόν; Είναι δυνατόν να «βλέπουμε» ακόμη και «στο σκοτάδι»; Είναι δυνατόν να ψυχανεμιζόμαστε τις συμφορές πριν γίνουν; Είναι θεμιτό να ωριμάζουμε τα παιδιά πριν την ώρα τους, ποτίζοντάς τα με έγνοιες και καχυποψία;
Πού σταματά η μητρική φροντίδα και που αρχίζει η υπερπροστασία;
Πού σταματά η «προφύλαξη» και πού αρχίζει η παράνοια;
Να αφεθούμε στο μοιραίο; Να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε το πιθανό;
Και τα δύο φαντάζουν ανόητα. Αλλά και τα δυο είναι αναγκαία.
Γιατί η σύγχρονη ζωή σε εντυπωσιάζει με την πολυπλοκότητά της, σε κάνει να φρίττεις ως μάνα με τα συχνά απαίσια σενάρια που εμπνέεται και ξετυλίγει.
Οπότε, με γνώμονα το ένστικτό μας, δεν μπορούμε παρά να επενδύσουμε στην αγάπη, προσπαθώντας να ισορροπήσουμε ανάμεσα στο «Ο Θεός να τα φυλάει» και στην «υπερπληροφόρηση» για τους πιθανούς κινδύνους. Ίσως μόνο μία μητέρα μπορεί να εφεύρει ξανά τον ρόλο της, προσπαθώντας να τον προσαρμόσει εκ νέου στις καινούργιες, πιο απαιτητικές από ποτέ, συνθήκες ζωής. Σε μία εποχή που ο κίνδυνος μπορεί να τρυπώσει στο δωμάτιο του παιδιού μας ακόμη και από τον υπολογιστή, οι δύο γονείς, και κυρίως η μητέρα, είναι ίσως οι μόνοι που μπορούν να «διηθούν» κάθε στιγμή την καθημερινότητα και τα δράματά της, προσφέροντας στα παιδιά το απόσταγμα μιας εμπειρίας αλλά φροντίζοντας να μην τα τραυματίσουν με την ωμότητα αυτής της εμπειρίας.
Ο Θεός να τα φυλάει, ναι, αλλά ας κουνήσουμε κι εμείς το χέρι μας.
Με χειρισμούς λεπτούς και ευφυείς, με σύνεση, με μέτρο.
Η πραγματική αγάπη μπορεί και έξυπνη να γίνει και εφευρετική.
Ας διδάξουμε στα παιδιά μας πως: «Δεν φοβόμαστε τίποτα αλλά προσέχουμε τα πάντα!»